ἐπίμεσος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(13)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epimesos
|Transliteration C=epimesos
|Beta Code=e)pi/mesos
|Beta Code=e)pi/mesos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">middle</b>, ἡλικία <span class="title">AB</span>108; <b class="b3">ῥῆμα ἐ</b>. a <b class="b2">middle</b> verb, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ἐπίμεσον, [[middle]], ἡλικία ''AB''108; <b class="b3">ῥῆμα ἐ.</b> a [[middle]] verb, ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] in der Mitte, [[ῥῆμα]], verbum medium, Gramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] in der Mitte, [[ῥῆμα]], verbum medium, Gramm.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίμεσος:''' грам. средний: [[ῥῆμα]] ἐπίμεσον (лат. [[verbum]] [[medium]]) глагол среднего залога.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμεσος Medium diacritics: ἐπίμεσος Low diacritics: επίμεσος Capitals: ΕΠΙΜΕΣΟΣ
Transliteration A: epímesos Transliteration B: epimesos Transliteration C: epimesos Beta Code: e)pi/mesos

English (LSJ)

ἐπίμεσον, middle, ἡλικία AB108; ῥῆμα ἐ. a middle verb, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 962] in der Mitte, ῥῆμα, verbum medium, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμεσος: грам. средний: ῥῆμα ἐπίμεσον (лат. verbum medium) глагол среднего залога.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμεσος: -ον, μέσος, «μεσόκοπον: ἀρρενικῶς, τὸ ἐπιμέσου ἡλικίας, Κρατῖνος» Α. Β. 108. 24· ἐν τῇ γραμμ. ἐπίμεσον ῥῆμα τὸ μέσως ἢ παθητικῶς σχηματιζόμενον καὶ μηδέποτε ἐνεργητικῶς, καὶ σημαῖνον εἴτε ἐνέργειαν μόνον καὶ οὐχὶ πάθος, εἴτε πάθος μόνον καὶ οὐχὶ ἐνέργειαν, οἷον χρῶμαι τεκμαίρομαι, δέομαι, ἡττῶμαι, ὀδύρομαι, κ.τ.τ., πρβλ. ἀποθετικὸς ΙΙ.

Greek Monolingual

η (Α ἐπίμεσος, -ον) μέσος
νεοελλ.
η μεσοκάθετος
αρχ.
1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος
2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» — τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος μόνο (και όχι ενέργεια)
χρῶμαι, δέομαι, ήττῶμαι, οδύρομαι κ.λπ.