γαλακτοειδής: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=galaktoeidis | |Transliteration C=galaktoeidis | ||
|Beta Code=galaktoeidh/s | |Beta Code=galaktoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=γαλακτοειδές, [[like milk]], [[milk-white]], χρῶμα ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''3.1.4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />semblable à du lait.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[semblable à du lait]].<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰλακτοειδής:''' [[белый как молоко]] (τὰ [[λευκά]] Arst.; [[χρῶμα]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[γαλακτοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] με το [[γάλα]], ο [[γαλακτώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που μοιάζει στη [[σύσταση]] με το [[γάλα]]. | |mltxt=-ές (Α [[γαλακτοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] με το [[γάλα]], ο [[γαλακτώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που μοιάζει στη [[σύσταση]] με το [[γάλα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
γαλακτοειδές, like milk, milk-white, χρῶμα Placit.3.1.4.
Spanish (DGE)
-ές
semejante a la leche τὰ καταμήνια Arist.HA 634b19, χρῶμα Plu.2.892e.
German (Pape)
[Seite 471] ές, milchartig, Plut. plac. phil. 3, 1 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à du lait.
Étymologie: γάλα, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλακτοειδής: белый как молоко (τὰ λευκά Arst.; χρῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοειδής: -ές, ὅμοιος γάλακτι, ὡς γάλα λευκός, Παρμενίδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 574, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16· πρβλ. γαλακτώδης.
Greek Monolingual
-ές (Α γαλακτοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει στο χρώμα με το γάλα, ο γαλακτώδης
νεοελλ.
εκείνος που μοιάζει στη σύσταση με το γάλα.