ῥοδόσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rodosfyros
|Transliteration C=rodosfyros
|Beta Code=r(odo/sfuros
|Beta Code=r(odo/sfuros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rosy-ankled</b>, <span class="bibl">Q.S.1.138</span>; Χάριτες <span class="bibl">Him.<span class="title">Or.</span>1.19</span>; Ἀντολίη <span class="title">PMag.Berol.</span>2.93.</span>
|Definition=ῥοδόσφυρον, [[rosy-ankled]], Q.S.1.138; Χάριτες Him.''Or.''1.19; Ἀντολίη ''PMag.Berol.''2.93.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοδόσφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων σφυρὰ ῥοδόχροα, ἀλλ’ ὅτε δὴ ῥ’ ἐπόρουσε [[ῥοδόσφυρος]] Ἠριγένεια Κόϊντ. Σμ. 1. 138, Χριστοδ. Ἔκφρ. 160.
|lstext='''ῥοδόσφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων σφυρὰ ῥοδόχροα, ἀλλ’ ὅτε δὴ ῥ’ ἐπόρουσε [[ῥοδόσφυρος]] Ἠριγένεια Κόϊντ. Σμ. 1. 138, Χριστοδ. Ἔκφρ. 160.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ρόδινα σφυρά, ρόδινους αστραγάλους (α. «[[ῥοδόσφυρος]] Ἠριγένεια», Κόιντ<br />β. «ῥοδόσφυροι Χάριτες», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]» ([[πρβλ]]. [[λευκόσφυρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόσφῠρος Medium diacritics: ῥοδόσφυρος Low diacritics: ροδόσφυρος Capitals: ΡΟΔΟΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: rhodósphyros Transliteration B: rhodosphyros Transliteration C: rodosfyros Beta Code: r(odo/sfuros

English (LSJ)

ῥοδόσφυρον, rosy-ankled, Q.S.1.138; Χάριτες Him.Or.1.19; Ἀντολίη PMag.Berol.2.93.

German (Pape)

[Seite 847] mit rosigen Knöcheln, Füßen, rosenfüßig; Christod. ecphr. 160; Qu. Sm. 1, 137.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόσφῠρος: -ον, ὁ ἔχων σφυρὰ ῥοδόχροα, ἀλλ’ ὅτε δὴ ῥ’ ἐπόρουσε ῥοδόσφυρος Ἠριγένεια Κόϊντ. Σμ. 1. 138, Χριστοδ. Ἔκφρ. 160.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ρόδινα σφυρά, ρόδινους αστραγάλους (α. «ῥοδόσφυρος Ἠριγένεια», Κόιντ
β. «ῥοδόσφυροι Χάριτες», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκόσφυρος)].