λεπτοσκελής: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptoskelis | |Transliteration C=leptoskelis | ||
|Beta Code=leptoskelh/s | |Beta Code=leptoskelh/s | ||
|Definition= | |Definition=λεπτοσκελές, [[thin-shanked]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''684a10: Comp. λεπτοσκελέστερος Id.''HA''505b16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
λεπτοσκελές, thin-shanked, Arist.PA684a10: Comp. λεπτοσκελέστερος Id.HA505b16.
German (Pape)
[Seite 31] ές, dünnschenklig, mit dünnen Beinen, Arist. part. anim. 4, 8, compar., H. A. 2, 14.
Russian (Dvoretsky)
λεπτοσκελής: с тонкими ножками, тонконогий (σκολόπενδραι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοσκελής: -ές, ἔχων λεπτὰ τὰ σκέλη, ἰσχνά, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 4· - σκελέστερος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 3.
Greek Monolingual
λεπτοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾶλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυσκελής, ισοσκελής].