τριχάρακτος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tricharaktos | |Transliteration C=tricharaktos | ||
|Beta Code=trixa/raktos | |Beta Code=trixa/raktos | ||
|Definition=[ | |Definition=[χᾰ], ον, ([[χαράσσω]]) [[divided in three places]], πίναξ τ. ζώναις Ps.-Callisth. 1.4. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
[χᾰ], ον, (χαράσσω) divided in three places, πίναξ τ. ζώναις Ps.-Callisth. 1.4.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχάρακτος: [χᾰ], -ον, ὁ κεχαραγμένος εἰς τρία, Ψευδοκαλλισθένης σ. 4, σημ. 3.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
χαραγμένος ή χωρισμένος στα τρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. διχάρακτος].