ὑδρευτικός: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ydreftikos | |Transliteration C=ydreftikos | ||
|Beta Code=u(dreutiko/s | |Beta Code=u(dreutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ὑδρευτική, ὑδρευτικόν, of or for [[watering]], ὄργανα Alex.Polyh. ap. Eus.''PE''9.27. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑδρευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδρευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑδρευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό [[δίκτυο]]»)<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] ή ο [[κατάλληλος]] για ύδρευση<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρδευτικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑδρευτική, ὑδρευτικόν, of or for watering, ὄργανα Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑδρευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑδρευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό δίκτυο»)
2. ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για ύδρευση
αρχ.
αρδευτικός.