μεταβλητός: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metavlitos
|Transliteration C=metavlitos
|Beta Code=metablhto/s
|Beta Code=metablhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">subject to change</b>, <span class="bibl">Ph. 1.269</span>, Plu.2.718e, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.151</span>.</span>
|Definition=μεταβλητή, μεταβλητόν, [[subject to change]], Ph. 1.269, Plu.2.718e, S.E.''M.''9.151.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[changeant]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταβάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταβλητός:''' [[поддающийся изменению]], [[изменчивый]] Arst., Plut., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταβλητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 718D, κτλ.
|lstext='''μεταβλητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 718D, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />changeant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταβάλλω]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβλητός]], -ή, -όν) [[μεταβάλλω]]<br />αυτός που υπόκειται σε [[μεταβολή]] ή που μπορεί να μεταβληθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταβλητή</i><br /><b>μαθημ.</b> μια [[ποσότητα]] η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβλητοί αστέρες»<br /><b>αστρον.</b> αστέρες η [[λαμπρότητα]] τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται [[σημαντικά]] με την πάροδο του χρόνου.
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβλητός Medium diacritics: μεταβλητός Low diacritics: μεταβλητός Capitals: ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: metablētós Transliteration B: metablētos Transliteration C: metavlitos Beta Code: metablhto/s

English (LSJ)

μεταβλητή, μεταβλητόν, subject to change, Ph. 1.269, Plu.2.718e, S.E.M.9.151.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
changeant.
Étymologie: adj. verb. de μεταβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

μεταβλητός: поддающийся изменению, изменчивый Arst., Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβλητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 718D, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταβλητός, -ή, -όν) μεταβάλλω
αυτός που υπόκειται σε μεταβολή ή που μπορεί να μεταβληθεί
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η μεταβλητή
μαθημ. μια ποσότητα η οποία μπορεί να παίρνει διάφορες τιμές (α. «ανεξάρτητη μεταβλητή» β. «εξαρτημένη μεταβλητή» γ. «τυχαία μεταβλητή»)
2. φρ. «μεταβλητοί αστέρες»
αστρον. αστέρες η λαμπρότητα τών οποίων φαίνεται να μεταβάλλεται σημαντικά με την πάροδο του χρόνου.