καταλσής: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katalsis
|Transliteration C=katalsis
|Beta Code=katalsh/s
|Beta Code=katalsh/s
|Definition=ές, (ἄλσος) [[woody]], <span class="bibl">Str.5.3.11</span>:—later κάτ-αλσος, ον, Eust.ad <span class="bibl">D.P.321</span>.
|Definition=καταλσές, ([[ἄλσος]]) [[woody]], Str.5.3.11:—later κάτ-αλσος, ον, Eust.ad D.P.321.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλσής Medium diacritics: καταλσής Low diacritics: καταλσής Capitals: ΚΑΤΑΛΣΗΣ
Transliteration A: katalsḗs Transliteration B: katalsēs Transliteration C: katalsis Beta Code: katalsh/s

English (LSJ)

καταλσές, (ἄλσος) woody, Str.5.3.11:—later κάτ-αλσος, ον, Eust.ad D.P.321.

German (Pape)

[Seite 1361] ές (so accent. Kramer richtig), Strab. V, 3 p. 238, mit vielen Hainen.

Greek (Liddell-Scott)

καταλσής: -ές, πλήρης ἄλσους ἢ δάσους, Στράβων 258·― παρὰ μεταγ. (ὡς Εὐστ., Διον. 321, Μαλαλ. σ. 78.12) ὡσαύτως κάταλσος, ον, ἐρεμνά, ὅ ἐστι σύμφυτα καὶ δασέα καὶ κάταλσα Εὐστ.· συνηρεφὴς καὶ κάταλσος Ἄχμ. Ὀνειρ.

Greek Monolingual

καταλσής, -ές (Α)
(για τόπο) δασώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αλσής (< ἄλσος), πρβλ. ευαλσής].