ὑψίβατος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(sl1_repeat)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsivatos
|Transliteration C=ypsivatos
|Beta Code=u(yi/batos
|Beta Code=u(yi/batos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">set on high</b>, πόλιες <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.47</span>; τρίπους <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1404</span> (anap.).</span>
|Definition=ὑψίβατον, [[set on high]], πόλιες Pi.''N.''10.47; τρίπους [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1404 (anap.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui monte <i>ou</i> s'élève ; haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[βαίνω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>hoch [[einhergehend]], [[schreitend]], [[stehend]]</i>; πόλιες Pind. <i>N</i>. 10.47; [[τρίπους]] Soph. <i>Aj</i>. 1383.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίβᾰτος:''' [[высокий]] (Ἀχαιῶν [[πόλιες]] Pind.; [[τρίπους]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίβᾰτος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· [[ὑψίβατος]] [[τρίπους]], «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων [[χυτρόπους]]» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.
|lstext='''ὑψίβᾰτος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· [[ὑψίβατος]] [[τρίπους]], «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων [[χυτρόπους]]» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=ος, ον :<br />qui monte <i>ou</i> s’élève ; haut, élevé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[βαίνω]].
|sltr=<b>ὑψίβᾰτος, -ον</b> [[lofty]] Κλείτωρ καὶ [[Τεγέα]] καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τρίποδα]]) αυτός που έχει ψηλή [[βάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[βατός]] ([[βαίνω]]), πρβλ. [[εὔβατος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίβᾰτος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], [[ψηλά]] τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.
}}
}}
{{Slater
{{mdlsj
|sltr=<b>ὑψίβᾰτος, -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lofty]] Κλείτωρ καὶ [[Τεγέα]] καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)
|mdlsjtxt=ὑψί-βᾰτος, ον,<br />set on [[high]], [[high]]-[[place]]d, Pind., Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐβᾰτος Medium diacritics: ὑψίβατος Low diacritics: υψίβατος Capitals: ΥΨΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: hypsíbatos Transliteration B: hypsibatos Transliteration C: ypsivatos Beta Code: u(yi/batos

English (LSJ)

ὑψίβατον, set on high, πόλιες Pi.N.10.47; τρίπους S.Aj.1404 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui monte ou s'élève ; haut, élevé.
Étymologie: ὕψι, βαίνω.

German (Pape)

hoch einhergehend, schreitend, stehend; πόλιες Pind. N. 10.47; τρίπους Soph. Aj. 1383.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίβᾰτος: высокий (Ἀχαιῶν πόλιες Pind.; τρίπους Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίβᾰτος: -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· ὑψίβατος τρίπους, «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων χυτρόπους» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.

English (Slater)

ὑψίβᾰτος, -ον lofty Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», Πίνδ.)
2. (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή βάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βατός (βαίνω), πρβλ. εὔβατος].

Greek Monotonic

ὑψίβᾰτος: -ον, αυτός που βρίσκεται ψηλά, ψηλά τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-βᾰτος, ον,
set on high, high-placed, Pind., Soph.