στερρόνους: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sterronous | |Transliteration C=sterronous | ||
|Beta Code=sterro/nous | |Beta Code=sterro/nous | ||
|Definition= | |Definition=στερρόνουν, [[hard-minded]], [[stern-minded]], Tz. ad Hes.''Op.''129 (Comp.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
στερρόνουν, hard-minded, stern-minded, Tz. ad Hes.Op.129 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
στερρόνους: ουν, ὁ ἔχων στερεὸν (γερόν), αὐστηρὸν νοῦν, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 129.
Greek Monolingual
-ουν, Α
αυτός που έχει σκληρό, δηλαδή αυστηρό νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός
+ -νους (< νόος, νοῦς), πρβλ. βραδύνους, οξύνους].