στερρόνους: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sterronous
|Transliteration C=sterronous
|Beta Code=sterro/nous
|Beta Code=sterro/nous
|Definition=ουν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard-, stern-minded</b>, Tz. ad <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>129</span> (Comp.).</span>
|Definition=στερρόνουν, [[hard-minded]], [[stern-minded]], Tz. ad Hes.''Op.''129 (Comp.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στερρόνους''': ουν, ὁ ἔχων στερεὸν (γερόν), αὐστηρὸν νοῦν, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 129.
|lstext='''στερρόνους''': ουν, ὁ ἔχων στερεὸν (γερόν), αὐστηρὸν νοῦν, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 129.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που έχει σκληρό, [[δηλαδή]] αυστηρό νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερρός]], [[άλλος]] τ. του [[στερεός]]<br /><span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]], [[νοῦς]]), [[πρβλ]]. [[βραδύνους]], [[οξύνους]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρόνους Medium diacritics: στερρόνους Low diacritics: στερρόνους Capitals: ΣΤΕΡΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: sterrónous Transliteration B: sterronous Transliteration C: sterronous Beta Code: sterro/nous

English (LSJ)

στερρόνουν, hard-minded, stern-minded, Tz. ad Hes.Op.129 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

στερρόνους: ουν, ὁ ἔχων στερεὸν (γερόν), αὐστηρὸν νοῦν, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 129.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει σκληρό, δηλαδή αυστηρό νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός
+ -νους (< νόος, νοῦς), πρβλ. βραδύνους, οξύνους].