προεφίστημι: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proefistimi | |Transliteration C=proefistimi | ||
|Beta Code=proefi/sthmi | |Beta Code=proefi/sthmi | ||
|Definition=<span | |Definition=[[call one's attention to beforehand]], π. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Plb.10.2.1. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0722.png Seite 722]] (s. [[ἵστημι]]), vorher wohinstellen, worauf richten, wie Pol. προεπιστῆσαι τοὺς ἀκούοντας ἐπὶ τὴν φύσιν τοῦ ἀνδρός, die Leser vorher darauf aufmerksam machen, 10, 2, 1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προεφίστημι:''' [[настораживать]], [[обращать внимание]] (τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Polyb.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προεφίστημι''': [[ἐφίστημι]] τὴν προσοχήν τινος εἴς τι πρότερον, πρ. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Πολύβ. 10. 2, 1. ― Παθ., προεφίσταμαι, ἐφίσταμαι ἐνώπιόν τινος, Βoisson. Ἀνέκδ. 2. 453. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[εφιστώ]] την [[προσοχή]], [[καθιστώ]] προσεκτικό κάποιον εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐφίστημι]] «[[κάνω]] κάποιον να προσέξει»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
call one's attention to beforehand, π. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Plb.10.2.1.
German (Pape)
[Seite 722] (s. ἵστημι), vorher wohinstellen, worauf richten, wie Pol. προεπιστῆσαι τοὺς ἀκούοντας ἐπὶ τὴν φύσιν τοῦ ἀνδρός, die Leser vorher darauf aufmerksam machen, 10, 2, 1.
Russian (Dvoretsky)
προεφίστημι: настораживать, обращать внимание (τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προεφίστημι: ἐφίστημι τὴν προσοχήν τινος εἴς τι πρότερον, πρ. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Πολύβ. 10. 2, 1. ― Παθ., προεφίσταμαι, ἐφίσταμαι ἐνώπιόν τινος, Βoisson. Ἀνέκδ. 2. 453.
Greek Monolingual
Α
εφιστώ την προσοχή, καθιστώ προσεκτικό κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐφίστημι «κάνω κάποιον να προσέξει»].