φιλόψιλος: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filopsilos
|Transliteration C=filopsilos
|Beta Code=filo/yilos
|Beta Code=filo/yilos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loving the last place in the chorus</b>, <span class="bibl">Alcm.152</span>; cf. [[ψιλεύς]].</span>
|Definition=φιλόψιλον, [[loving the last place in the chorus]], Alcm.152; cf. [[ψιλεύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόψῑλος''': -ον, ὁ φιλῶν ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἵστασθαι, δηλαδ. «ὁ ἀγαπῶν τὴν τελευταῖαν θέσιν ἐν τῷ χορῷ, Ἀλκμὰν σ. 144· πρβλ. [[ψιλεύς]].
|lstext='''φῐλόψῑλος''': -ον, ὁ φιλῶν ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἵστασθαι, δηλαδ. «ὁ ἀγαπῶν τὴν τελευταῖαν θέσιν ἐν τῷ χορῷ, Ἀλκμὰν σ. 144· πρβλ. [[ψιλεύς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει η τελευταία [[θέση]] στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. της λ. [[πτίλον]] «[[πούπουλο]]» (για τη σημ. <b>πρβλ.</b> και τον τ. [[ψιλεύς]] «αυτός που χορεύει [[τελευταίος]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόψῑλος Medium diacritics: φιλόψιλος Low diacritics: φιλόψιλος Capitals: ΦΙΛΟΨΙΛΟΣ
Transliteration A: philópsilos Transliteration B: philopsilos Transliteration C: filopsilos Beta Code: filo/yilos

English (LSJ)

φιλόψιλον, loving the last place in the chorus, Alcm.152; cf. ψιλεύς.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόψῑλος: -ον, ὁ φιλῶν ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἵστασθαι, δηλαδ. «ὁ ἀγαπῶν τὴν τελευταῖαν θέσιν ἐν τῷ χορῷ, Ἀλκμὰν σ. 144· πρβλ. ψιλεύς.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει η τελευταία θέση στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ψίλον, δωρ. τ. της λ. πτίλον «πούπουλο» (για τη σημ. πρβλ. και τον τ. ψιλεύς «αυτός που χορεύει τελευταίος»)].