θαλασσοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(16)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thalassoporos
|Transliteration C=thalassoporos
|Beta Code=qalassopo/ros
|Beta Code=qalassopo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sea-faring</b>, AP6.27.7 (Theaet.), <span class="bibl">9.376</span>; ὑμέναιοι <span class="bibl">Musae.2</span>.</span>
|Definition=θαλασσοπόρον, [[sea-faring]], AP6.27.7 (Theaet.), 9.376; ὑμέναιοι Musae.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1183.png Seite 1183]] meerdurchwandernd; Mus. 2; Ep. ad. 385 (IX, 376).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1183.png Seite 1183]] meerdurchwandernd; Mus. 2; Ep. ad. 385 (IX, 376).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui traverse la mer]].<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]], πορεύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''θᾰλασσοπόρος:''' [[переплывающий море]] ([[ναῦς]], [[ναύτης]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλασσοπόρος''': -ον, ὁ τὴν θάλασσαν διαπλέων, Ἀνθ. Π. 6. 27., 9. 376, Μουσαῖ. 2.
|lstext='''θᾰλασσοπόρος''': -ον, ὁ τὴν θάλασσαν διαπλέων, Ἀνθ. Π. 6. 27., 9. 376, Μουσαῖ. 2.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui traverse la mer.<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]], πορεύομαι.
|mltxt=ο (Α [[θαλασσοπόρος]])<br />αυτός που πλέει διά μέσου της θάλασσας, ο [[ποντοπόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα <b>κ.ά.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), [[πρβλ]]. [[οδοιπόρος]], [[πρωτοπόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾰλασσοπόρος:''' -ον, αυτός που διαπλέει τη [[θάλασσα]], σε Ανθ. Π.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=ο (Α [[θαλασσοπόρος]])<br />αυτός που πλέει διά μέσου της θάλασσας, ο [[ποντοπόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα <b>κ.ά.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]], <i>πρωτο</i>-[[πόρος]].
|mdlsjtxt=θᾰλασσο-[[πόρος]], ον<br />sea-faring, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοπόρος Medium diacritics: θαλασσοπόρος Low diacritics: θαλασσοπόρος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: thalassopóros Transliteration B: thalassoporos Transliteration C: thalassoporos Beta Code: qalassopo/ros

English (LSJ)

θαλασσοπόρον, sea-faring, AP6.27.7 (Theaet.), 9.376; ὑμέναιοι Musae.2.

German (Pape)

[Seite 1183] meerdurchwandernd; Mus. 2; Ep. ad. 385 (IX, 376).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui traverse la mer.
Étymologie: θάλασσα, πορεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσοπόρος: переплывающий море (ναῦς, ναύτης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσοπόρος: -ον, ὁ τὴν θάλασσαν διαπλέων, Ἀνθ. Π. 6. 27., 9. 376, Μουσαῖ. 2.

Greek Monolingual

ο (Α θαλασσοπόρος)
αυτός που πλέει διά μέσου της θάλασσας, ο ποντοπόρος
νεοελλ.
αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πορος (< πόρος), πρβλ. οδοιπόρος, πρωτοπόρος.

Greek Monotonic

θᾰλασσοπόρος: -ον, αυτός που διαπλέει τη θάλασσα, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θᾰλασσο-πόρος, ον
sea-faring, Anth.