σαρκόθλασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sarkothlasma
|Transliteration C=sarkothlasma
|Beta Code=sarko/qlasma
|Beta Code=sarko/qlasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bruise of the flesh</b>, <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>7.14</span> tit., <span class="bibl">Paul.Aeg.4.30</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[bruise of the flesh]], Orib.''Syn.''7.14 tit., Paul.Aeg.4.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] τό, Quetschung des Fleisches, Paul. Aeg.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] τό, Quetschung des Fleisches, Paul. Aeg.
}}
{{grml
|mltxt=-άσματος, τὸ, ΜΑ<br />[[σημάδι]] κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος, το οποίο, [[συνήθως]], προκαλείται από [[σύνθλιψη]], δαρμό ή και [[πτώση]], [[μώλωπας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[θλάσμα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόθλασμα Medium diacritics: σαρκόθλασμα Low diacritics: σαρκόθλασμα Capitals: ΣΑΡΚΟΘΛΑΣΜΑ
Transliteration A: sarkóthlasma Transliteration B: sarkothlasma Transliteration C: sarkothlasma Beta Code: sarko/qlasma

English (LSJ)

-ατος, τό, bruise of the flesh, Orib.Syn.7.14 tit., Paul.Aeg.4.30.

German (Pape)

[Seite 863] τό, Quetschung des Fleisches, Paul. Aeg.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, ΜΑ
σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα.