ἀπόνιπτρον: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aponiptron | |Transliteration C=aponiptron | ||
|Beta Code=a)po/niptron | |Beta Code=a)po/niptron | ||
|Definition=τό, [[water used for washing]], [[dirty water]], ἀ. ἐκχεῖν | |Definition=τό, [[water used for washing]], [[dirty water]], ἀ. ἐκχεῖν Ar. ''Ach.''616. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />eau pour se laver.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπονίπτω]]. | |btext=ου (τό) :<br />[[eau pour se laver]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπονίπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόνιπτρον:''' τό [[грязная вода]], [[помои]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόνιπτρον:''' τό ([[ἀπονίζω]]), [[νερό]] μέσα στο οποίο έχει πλύνει [[κάποιος]] τα χέρια του, ρυπαρό [[νερό]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀπόνιπτρον:''' τό ([[ἀπονίζω]]), [[νερό]] μέσα στο οποίο έχει πλύνει [[κάποιος]] τα χέρια του, ρυπαρό [[νερό]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, water used for washing, dirty water, ἀ. ἐκχεῖν Ar. Ach.616.
Spanish (DGE)
-ου, τό
agua sucia de haberse lavado, agua sucia ἀ. ἐκχεῖν Ar.Ach.616, cf. Phryn.165, Ath.409f.
German (Pape)
[Seite 317] τό, = ἀπόνιμμα, Ar. Ach. 591.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
eau pour se laver.
Étymologie: ἀπονίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόνιπτρον: τό грязная вода, помои Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνιπτρον: τό, τὸ ἐκ τῆς ἀπονίψεως ῥυπαρὸν ὕδωρ, «τὸ δὲ μετὰ τὴν κάθαρσιν καταπεσὸν ὑγρὸν ἀπόνιπτρον ἐκαλεῖτο, ἤγουν χειρῶν καὶ ποδῶν ἀπόνιμμα» Εὐστ. 1401, 7., 1867, 25· ὥσπερ ἀπόνιπτρον ἐκχέοντες ἑσπέρας Ἀριστοφ. Ἀχ. 616, ἴδε Πολυδ. Ζ΄, 40, Ἡσύχ. κλ.
Greek Monolingual
ἀπόνιπτρον, το (Α)
απόπλυμα, βρομόνερο.
Greek Monotonic
ἀπόνιπτρον: τό (ἀπονίζω), νερό μέσα στο οποίο έχει πλύνει κάποιος τα χέρια του, ρυπαρό νερό, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[from ἀπονίζω
water in which the hands have been washed, dirty water, Ar.