βαρυβρώς: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=varyvros
|Transliteration C=varyvros
|Beta Code=barubrw/s
|Beta Code=barubrw/s
|Definition=ὁ, ἡ, gen. [[βρῶτος]], [[gnawing]], [[corroding]], στόνος <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>695</span>(lyr.).
|Definition=ὁ, ἡ, gen. [[βρῶτος]], [[gnawing]], [[corroding]], στόνος S.''Ph.''695(lyr.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶτος (ἡ, ὁ)<br />qui dévore cruellement.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[βιβρώσκω]].
|btext=ῶτος (ἡ, ὁ)<br />[[qui dévore cruellement]].<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[βιβρώσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαρυβρώς]] -ῶτος [[βαρύς]], [[βιβρώσκω]] zwaar vretend, knagend:. [[στόνος]] gesteun Soph. Ph. 695.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρυβρώς:''' ῶτος adj. вызываемый гложущей болью ([[στόνος]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠβρώς:''' ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.
|lsmtext='''βᾰρῠβρώς:''' ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρυβρώς:''' ῶτος adj. вызываемый гложущей болью ([[στόνος]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βιβρώσκω]]<br />[[gnawing]], corroding, Soph.
|mdlsjtxt=[[βιβρώσκω]]<br />[[gnawing]], corroding, Soph.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαρυβρώς]] -ῶτος [[βαρύς]], [[βιβρώσκω]] zwaar vretend, knagend:. [[στόνος]] gesteun Soph. Ph. 695.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρώς Medium diacritics: βαρυβρώς Low diacritics: βαρυβρώς Capitals: ΒΑΡΥΒΡΩΣ
Transliteration A: barybrṓs Transliteration B: barybrōs Transliteration C: varyvros Beta Code: barubrw/s

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. βρῶτος, gnawing, corroding, στόνος S.Ph.695(lyr.).

Spanish (DGE)

(βᾰρυβρώς) -ῶτος adj. gravemente devorador στόνος S.Ph.695.

German (Pape)

[Seite 433] στόνος, stark fressend, heftig quälend, Soph. Phil. 688.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ἡ, ὁ)
qui dévore cruellement.
Étymologie: βαρύς, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυβρώς -ῶτος βαρύς, βιβρώσκω zwaar vretend, knagend:. στόνος gesteun Soph. Ph. 695.

Russian (Dvoretsky)

βαρυβρώς: ῶτος adj. вызываемый гложущей болью (στόνος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυβρώς: ὁ, ἡ, κατατρώγων, φθείρων, στόνος Σοφ. Φ, 695.

Greek Monolingual

βαρυβρώς (-ῶτος), ο, η (Α)
φρ. «βαρυβρὼς στόνος» — στεναγμός που κατατρώει τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρως < βιβρώσκω «τρώω» (πρβλ. αλιβρώς, ημιβρώς κ.ά.)].

Greek Monotonic

βᾰρῠβρώς: ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.

Middle Liddell

βιβρώσκω
gnawing, corroding, Soph.