θλαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thlastikos
|Transliteration C=thlastikos
|Beta Code=qlastiko/s
|Beta Code=qlastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">able to crush, crushing</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>884b35</span>.</span>
|Definition=θλαστική, θλαστικόν, [[able to crush]], [[crushing]], Arist.''Pr.''884b35.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1212.png Seite 1212]] zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.
}}
{{elru
|elrutext='''θλαστικός:''' [[могущий раздавить]], [[мнущий]] ([[πᾶσα]] πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''θλαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς θλάσιν, συντρίβων, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θλαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[θλάση]], αυτός που συντρίβει, [[συντριπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[θλαστικός]] <span style="color: red;"><</span> [[θλάστης]] ή [[θλαστός]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλαστικός Medium diacritics: θλαστικός Low diacritics: θλαστικός Capitals: ΘΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thlastikós Transliteration B: thlastikos Transliteration C: thlastikos Beta Code: qlastiko/s

English (LSJ)

θλαστική, θλαστικόν, able to crush, crushing, Arist.Pr.884b35.

German (Pape)

[Seite 1212] zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.

Russian (Dvoretsky)

θλαστικός: могущий раздавить, мнущий (πᾶσα πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θλαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς θλάσιν, συντρίβων, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θλαστικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστης ή θλαστός].