ἀπροκάλυπτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aprokalyptos | |Transliteration C=aprokalyptos | ||
|Beta Code=a)proka/luptos | |Beta Code=a)proka/luptos | ||
|Definition=[κᾰ], ον, | |Definition=[κᾰ], ον, [[undisguised]]. Adv. [[ἀπροκαλύπτως]] Chio ''Ep.''7.3, 13.3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0338.png Seite 338]] unverdeckt, unverhohlen; Adv., Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπροκάλυπτος''': -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ [[αὐτοῦ]] [[λελυμένως]] καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπροκάλυπτος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] προσχήματα και περιστροφές, ο [[ειλικρινής]] («απροκάλυπτη [[ομολογία]]»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
[κᾰ], ον, undisguised. Adv. ἀπροκαλύπτως Chio Ep.7.3, 13.3.
German (Pape)
[Seite 338] unverdeckt, unverhohlen; Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροκάλυπτος: -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ αὐτοῦ λελυμένως καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπροκάλυπτος, -ον)
ο χωρίς προσχήματα και περιστροφές, ο ειλικρινής («απροκάλυπτη ομολογία»).