ἀπροκάλυπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aprokalyptos
|Transliteration C=aprokalyptos
|Beta Code=a)proka/luptos
|Beta Code=a)proka/luptos
|Definition=[κᾰ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">undisguised</b>. Adv. -πτως <span class="bibl">Chio <span class="title">Ep.</span>7.3</span>, <span class="bibl">13.3</span>.</span>
|Definition=[κᾰ], ον, [[undisguised]]. Adv. [[ἀπροκαλύπτως]] Chio ''Ep.''7.3, 13.3.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0338.png Seite 338]] unverdeckt, unverhohlen; Adv., Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπροκάλυπτος''': -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ [[αὐτοῦ]] [[λελυμένως]] καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπροκάλυπτος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] προσχήματα και περιστροφές, ο [[ειλικρινής]] («απροκάλυπτη [[ομολογία]]»).
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροκάλυπτος Medium diacritics: ἀπροκάλυπτος Low diacritics: απροκάλυπτος Capitals: ΑΠΡΟΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: aprokályptos Transliteration B: aprokalyptos Transliteration C: aprokalyptos Beta Code: a)proka/luptos

English (LSJ)

[κᾰ], ον, undisguised. Adv. ἀπροκαλύπτως Chio Ep.7.3, 13.3.

German (Pape)

[Seite 338] unverdeckt, unverhohlen; Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροκάλυπτος: -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ αὐτοῦ λελυμένως καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπροκάλυπτος, -ον)
ο χωρίς προσχήματα και περιστροφές, ο ειλικρινής («απροκάλυπτη ομολογία»).