μεσαῖος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesaios
|Transliteration C=mesaios
|Beta Code=mesai=os
|Beta Code=mesai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μέσος]], <span class="bibl">Antiph.181</span>: neut. as Subst., <b class="b2">middle</b>, <span class="bibl">Id.72</span>.</span>
|Definition=α, ον, = [[μέσος]], Antiph.181: neut. as [[substantive]], [[middle]], Id.72.
}}
{{ls
|lstext='''μεσαῖος''': -α, -ον, = [[μέσος]], Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ [[μέσον]], ὁ αὐτ. ἐν «Γάμοις» 3· - Πιθ. ἐσχηματίσθη ἀντιστρόφως ἐκ τοῦ ὑπερθετ. [[μεσαίτατος]], κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ παλαιὸς (παλαίτατος).
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑM μεσαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που βρίσκεται στη [[μέση]], ο [[μέσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>(κοινων.)</b> «η μεσαία [[τάξη]]» — το [[στρώμα]] το οποίο στη [[διάρθρωση]] της κοινωνίας βρίσκεται [[ανάμεσα]] στην ισχυρότερη οικονομικά και κοινωνικά και στην ασθενέστερη [[τάξη]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει μέτριο [[ανάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεσαῖον</i><br />το [[μέσο]] ή η [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αίος</i>].
}}
}}