τανυγλώχις: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tanyglochis
|Transliteration C=tanyglochis
|Beta Code=tanuglw/xis
|Beta Code=tanuglw/xis
|Definition=ῑνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with long point]], ὀϊστοί <span class="bibl">Il.8.297</span>, <span class="bibl">Simon.106</span>, <span class="bibl">Q.S.6.463</span>.</span>
|Definition=ῑνος, ὁ, ἡ, [[with long point]], ὀϊστοί Il.8.297, Simon.106, Q.S.6.463.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ή [[τανυγλώχιν]], -ινος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει επιμήκη και [[οξεία]] [[αιχμή]], ο πολύ [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τανύς</i>, <b>βλ. λ.</b> [[τείνω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>γλωχίς</i> / [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>γλώχιν</i>). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. [[τάνυμαι]].
|mltxt=ή [[τανυγλώχιν]], -ινος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει επιμήκη και [[οξεία]] [[αιχμή]], ο πολύ [[αιχμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τανύς</i>, <b>βλ. λ.</b> [[τείνω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>γλωχίς</i> / [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]» ([[πρβλ]]. [[πολυγλώχιν]]). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. [[τάνυμαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυγλώχῑς Medium diacritics: τανυγλώχις Low diacritics: τανυγλώχις Capitals: ΤΑΝΥΓΛΩΧΙΣ
Transliteration A: tanyglṓchis Transliteration B: tanyglōchis Transliteration C: tanyglochis Beta Code: tanuglw/xis

English (LSJ)

ῑνος, ὁ, ἡ, with long point, ὀϊστοί Il.8.297, Simon.106, Q.S.6.463.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας ἀκίδας, ὀϊστοὶ Ἰλ. Θ. 297, Σιμωνίδ. 111 Β_k.

Greek Monolingual

ή τανυγλώχιν, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυγλώχιν). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. τάνυμαι.

Greek Monotonic

τᾰνυγλώχῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει μακριές ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τᾰνυ-γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ, τανύω
with long point, Il.