ταυροπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tavropator
|Transliteration C=tavropator
|Beta Code=tauropa/twr
|Beta Code=tauropa/twr
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ορος, ὁ, ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sprung from a bull]], of bees, Theoc. <span class="title">Syrinx</span> 3.</span>
|Definition=[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, [[sprung from a bull]], of bees, Theoc. ''Syrinx'' 3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] ορος, einen Stier zum Vater habend, Syrinx, Theocr. syr. (XV, 21).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] ορος, einen Stier zum Vater habend, Syrinx, Theocr. syr. (XV, 21).
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />[[qui a pour père un taureau]].<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πατήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ταυροπάτωρ:''' ορος (πᾰ) adj. порожденный быком Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυροπάτωρ''': [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, ἐκ τοῦ ταύρου γεννηθείς, λαβὼν τὴν ζωήν, ἐπὶ μελισσῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21· πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 554 κἑξ.
|lstext='''ταυροπάτωρ''': [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, ἐκ τοῦ ταύρου γεννηθείς, λαβὼν τὴν ζωήν, ἐπὶ μελισσῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21· πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 554 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui a pour père un taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πατήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ό, ἡ, Α<br />(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>πατρο</i>-[[πάτωρ]].
|mltxt=-ορος, ό, ἡ, Α<br />(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), [[πρβλ]]. [[πατροπάτωρ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυροπάτωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ταυροπάτωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταυροπάτωρ:''' ορος (πᾰ) adj. порожденный быком Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰυρο-[[πάτωρ]], ορος, ὁ, ἡ, [[πατήρ]]<br />sprung from a [[bull]], of bees, Theocr.
|mdlsjtxt=τᾰυρο-[[πάτωρ]], ορος, ὁ, ἡ, [[πατήρ]]<br />sprung from a [[bull]], of bees, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροπάτωρ Medium diacritics: ταυροπάτωρ Low diacritics: ταυροπάτωρ Capitals: ΤΑΥΡΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: tauropátōr Transliteration B: tauropatōr Transliteration C: tavropator Beta Code: tauropa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, sprung from a bull, of bees, Theoc. Syrinx 3.

German (Pape)

[Seite 1074] ορος, einen Stier zum Vater habend, Syrinx, Theocr. syr. (XV, 21).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui a pour père un taureau.
Étymologie: ταῦρος, πατήρ.

Russian (Dvoretsky)

ταυροπάτωρ: ορος (πᾰ) adj. порожденный быком Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροπάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, ἐκ τοῦ ταύρου γεννηθείς, λαβὼν τὴν ζωήν, ἐπὶ μελισσῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21· πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 554 κἑξ.

Greek Monolingual

-ορος, ό, ἡ, Α
(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. πατροπάτωρ.

Greek Monotonic

ταυροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (πατήρ), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τᾰυρο-πάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, πατήρ
sprung from a bull, of bees, Theocr.