περικειμένως: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perikeimenos | |Transliteration C=perikeimenos | ||
|Beta Code=perikeime/nws | |Beta Code=perikeime/nws | ||
|Definition=Adv. <span | |Definition=Adv. [[completely]], τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης Cass.''Pr.''1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περικειμένως''': Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> από [[παντού]], εντελώς, [[ολότελα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περικείμενος</i>, μτχ. του ρ. [[περίκειμαι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. completely, τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης Cass.Pr.1.
Greek (Liddell-Scott)
περικειμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από παντού, εντελώς, ολότελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικείμενος, μτχ. του ρ. περίκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].