θερείβοτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thereivotos | |Transliteration C=thereivotos | ||
|Beta Code=qerei/botos | |Beta Code=qerei/botos | ||
|Definition= | |Definition=θερείβοτον, ([[βόσκω]]) [[serving for a summer-pasture]], Eust.222.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
θερείβοτον, (βόσκω) serving for a summer-pasture, Eust.222.20.
German (Pape)
[Seite 1200] Sommerweiden habend, im Sommer zur Weide dienend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
θερείβοτος: -ον, (βόσκω) χρησιμεύων κατὰ τὸ θέρος εἰς βοσκήν, ἔχων κατὰ τὸ θέρος βοσκήν, Εὐστ. 222. 20.
Greek Monolingual
θερείβοτος, -ον (Μ)
(για τόπο) αυτός που κατά το θέρος χρησιμεύει για βοσκή ζώων, που έχει χορτάρι κατά το θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγίβοτος, βούβοτος].