ἐπιγουνίδιος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epigounidios
|Transliteration C=epigounidios
|Beta Code=e)pigouni/dios
|Beta Code=e)pigouni/dios
|Definition=[<b class="b3">ῐδ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">upon the knee</b>, βρέφος ἐ. κατθηκάμενος <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.62</span>.</span>
|Definition=[ῐδ], ον [[upon the knee]], βρέφος ἐ. κατθηκάμενος Pi.''P.''9.62.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0933.png Seite 933]] auf den Knieen, κατθηκάμενος Pind. P. 9, 62.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0933.png Seite 933]] auf den Knieen, κατθηκάμενος Pind. P. 9, 62.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιγουνίδιος:''' [[тот]], [[которого держат на коленях]] ([[βρέφος]] Pind.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιγουνίδιος''': -ον, (γόνυ) ὁ ἐπὶ τοῦ γόνατος, ταὶ δ’ (αἱ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ) ἐπιγουνίδιον κατθηκάμεναι [[βρέφος]] αὑταῖς, [[νέκταρ]] ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι, «αἱ δὲ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ ἐπὶ τοῖς ἑαυτῶν γόνασι θεῖσαι τὸν Ἀρισταῖον καὶ θαυμάσασαι τὸ [[βρέφος]] ἐνστάξουσι τοῖς χείλεσι [[νέκταρ]] καὶ ἀμβροσίαν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 107.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐγουνῐδῐος</b> on [[one]]'s [[knee]] “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι [[βρέφος]] αὐταῖς” i. e. as he [[lay]] on [[their]] knees (P. 9.62)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιγουνίδιος]], -ον (Α) [[επιγουνίς]]<br />(για [[βρέφος]]) αυτός που κάθεται [[πάνω]] στα γόνατα της μητέρας, της τροφού κ.λπ.
}}
}}