πολυδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polydaktylos | |Transliteration C=polydaktylos | ||
|Beta Code=poluda/ktulos | |Beta Code=poluda/ktulos | ||
|Definition= | |Definition=πολυδάκτυλον, [[manytoed]], Arist.''HA''499b8, ''PA''659a23,al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυδάκτυλον, manytoed, Arist.HA499b8, PA659a23,al.
German (Pape)
[Seite 661] vielfingerig; ζῷα, Arist. partt. anim. 2, 16 H. A. 2, 10; Luc. am. 45.
Russian (Dvoretsky)
πολυδάκτῠλος: многопалый (ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠδάκτυλος: -ον, ὁ πολλοὺς ἔχων δακτύλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 30, π. Ζ. Μορ. 2, 16, 7, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν
1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκτυλος (πρβλ. μακροδάκτυλος)].