τυμπανοτερπής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tympanoterpis
|Transliteration C=tympanoterpis
|Beta Code=tumpanoterph/s
|Beta Code=tumpanoterph/s
|Definition=ές, [[delighting in drums]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>27.11</span>.
|Definition=τυμπανοτερπές, [[delighting in drums]], Orph.''H.''27.11.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τέρπομαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χορο</i>-<i>τερπής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τέρπομαι</i>), <b>πρβλ.</b> [[χοροτερπής]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ές, <i>[[sich des Paukenschlagens freuend]]</i>, Orph. <i>H</i>. 26.11.
|ptext=ές, <i>[[sich des Paukenschlagens freuend]]</i>, Orph. <i>H</i>. 26.11.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνοτερπής Medium diacritics: τυμπανοτερπής Low diacritics: τυμπανοτερπής Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: tympanoterpḗs Transliteration B: tympanoterpēs Transliteration C: tympanoterpis Beta Code: tumpanoterph/s

English (LSJ)

τυμπανοτερπές, delighting in drums, Orph.H.27.11.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπανοτερπής: -ές, ἐπὶ τῆς Ρέας, ἡ τερπομένη εἰς τοὺς κρότους τῶν τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 11.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ως προσωνυμία της Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. χοροτερπής].

German (Pape)

ές, sich des Paukenschlagens freuend, Orph. H. 26.11.