καλοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalovamon
|Transliteration C=kalovamon
|Beta Code=kaloba/mwn
|Beta Code=kaloba/mwn
|Definition=[βᾱ], ονος, ὁ, (κάλως) [[tight-rope walker]], <span class="bibl">Man.4.287</span>.
|Definition=[βᾱ], ονος, ὁ, ([[κάλως]]) [[tight-rope walker]], Man.4.287.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοβάμων Medium diacritics: καλοβάμων Low diacritics: καλοβάμων Capitals: ΚΑΛΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: kalobámōn Transliteration B: kalobamōn Transliteration C: kalovamon Beta Code: kaloba/mwn

English (LSJ)

[βᾱ], ονος, ὁ, (κάλως) tight-rope walker, Man.4.287.

German (Pape)

[Seite 1312] ονος, auf Hölzern, Stelzen gehend, Man. 4, 287, mit verkürzter erster Salbe.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλοβάμων: βᾱ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ ξυλίνων δοράτων ἐχόντων ἐξέχουσάν τινα θέσιν διὰ τὸν πόδα, Λατ. grallator, Μανέθων 4. 287 ἔνθα κᾰλοβάμων χάριν τοῦ μέτρου.

Greek Monolingual

-ον (AM καλοβάμων, -ον)
νεοελλ.
φρ. «καλοβάμονα πτηνά» — τάξη πτηνών με ψηλά και λεπτά πόδια, όπως είναι ο γερανός, ο πελαργός κ.ά.
μσν.-αρχ.
1. αυτός που βαδίζει επάνω σε καλόβαθρα
2. ο σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων, ταχυβάμων].