ἐφοδευτής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efodeftis | |Transliteration C=efodeftis | ||
|Beta Code=e)fodeuth/s | |Beta Code=e)fodeuth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐφοδευτοῦ, ὁ, one who goes the rounds: spy, Aq.''Ge.''42.9. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1121.png Seite 1121]] ὁ, der herumgeht u. ausspäht, LXX. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐφοδευτής''': -οῦ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐξέτασιν: - [[κατάκοπος]], Ἀκύλας ἐν Γενέσ. ΜΒ΄, 9. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἐφοδευτής]]) [[εφοδεύω]]<br />ο [[αξιωματικός]] που κάνει έφοδο για έλεγχο, για [[επιθεώρηση]] τών φρουρών. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐφοδευτοῦ, ὁ, one who goes the rounds: spy, Aq.Ge.42.9.
German (Pape)
[Seite 1121] ὁ, der herumgeht u. ausspäht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφοδευτής: -οῦ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐξέτασιν: - κατάκοπος, Ἀκύλας ἐν Γενέσ. ΜΒ΄, 9.
Greek Monolingual
ο (Α ἐφοδευτής) εφοδεύω
ο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών.