παρακλίντωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraklintor
|Transliteration C=paraklintor
|Beta Code=parakli/ntwr
|Beta Code=parakli/ntwr
|Definition=ορος, ὁ, = [[παρακλίτης]], <span class="title">AP</span>9.257 (Apollonid.).</span>
|Definition=-ορος, ὁ, = [[παρακλίτης]], ''AP''9.257 (Apollonid.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br />αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος [[κοντά]] σε κάποιον [[άλλο]], δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρακλίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σημάν</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br />αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος [[κοντά]] σε κάποιον [[άλλο]], δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρακλίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[σημάντωρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλίντωρ Medium diacritics: παρακλίντωρ Low diacritics: παρακλίντωρ Capitals: ΠΑΡΑΚΛΙΝΤΩΡ
Transliteration A: paraklíntōr Transliteration B: paraklintōr Transliteration C: paraklintor Beta Code: parakli/ntwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = παρακλίτης, AP9.257 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 483] ορος, ὁ, = παρακλίτης, Apollds. 11 (IX, 257).

Russian (Dvoretsky)

παρακλίντωρ: ορος ὁ Anth. = παρακλίτης.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλίντωρ: -ορος, ὁ, = παρακλίτης, Ἀνθ. Π. 9. 257.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον άλλο, δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακλίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. σημάντωρ)].

Greek Monotonic

παρακλίντωρ: -ορος, ὁ = παρακλίτης, σε Ανθ.

Middle Liddell

παρακλίντωρ, ορος, ὁ, = παρακλίτης, Anth.]