κανηφορία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(19)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kaniforia
|Transliteration C=kaniforia
|Beta Code=kanhfori/a
|Beta Code=kanhfori/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">office of</b> <b class="b3">κανηφόρος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hipparch.</span>229c</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[office]] of [[κανηφόρος]], Pl.''Hipparch.''229c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1320.png Seite 1320]] ἡ, das Korbtragen, Plat. Hipparch. 229 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1320.png Seite 1320]] ἡ, das Korbtragen, Plat. Hipparch. 229 c.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰνηφορία''': ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν [[κάνιστρον]], [[ὅπερ]] ἦν [[ἔργον]] τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;<br /><b>2</b> charge de [[κανηφόρος]].<br />'''Étymologie:''' [[κανηφόρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;<br /><b>2</b> charge de [[κανηφόρος]].<br />'''Étymologie:''' [[κανηφόρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κανηφορία -ας, ἡ [κανηφόρος] relig. functie van manddraagster.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰνηφορία:''' ἡ культ. ношение священных корзин Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανηφορία]], ἡ (Α) [[κανηφορώ]]<br />η [[μεταφορά]], [[πάνω]] στο [[κεφάλι]], τών ιερών κανίστρων σε εορταστική [[πομπή]] από τις κανηφόρους, το [[έργο]] τών κανηφόρων παρθένων.
|mltxt=[[κανηφορία]], ἡ (Α) [[κανηφορώ]]<br />η [[μεταφορά]], [[πάνω]] στο [[κεφάλι]], τών ιερών κανίστρων σε εορταστική [[πομπή]] από τις κανηφόρους, το [[έργο]] τών κανηφόρων παρθένων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰνηφορία:''' ἡ, το [[αξίωμα]], το [[έργο]] του <i>κανηφόρου</i>, σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰνηφορία''': ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν [[κάνιστρον]], [[ὅπερ]] ἦν [[ἔργον]] τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰνηφορία, ἡ,<br />the [[office]] of [[κανηφόρος]], Plat. [from κᾰνηφόρος]
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφορία Medium diacritics: κανηφορία Low diacritics: κανηφορία Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΙΑ
Transliteration A: kanēphoría Transliteration B: kanēphoria Transliteration C: kaniforia Beta Code: kanhfori/a

English (LSJ)

ἡ, office of κανηφόρος, Pl.Hipparch.229c.

German (Pape)

[Seite 1320] ἡ, das Korbtragen, Plat. Hipparch. 229 c.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;
2 charge de κανηφόρος.
Étymologie: κανηφόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανηφορία -ας, ἡ [κανηφόρος] relig. functie van manddraagster.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνηφορία: ἡ культ. ношение священных корзин Plat.

Greek Monolingual

κανηφορία, ἡ (Α) κανηφορώ
η μεταφορά, πάνω στο κεφάλι, τών ιερών κανίστρων σε εορταστική πομπή από τις κανηφόρους, το έργο τών κανηφόρων παρθένων.

Greek Monotonic

κᾰνηφορία: ἡ, το αξίωμα, το έργο του κανηφόρου, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνηφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν κάνιστρον, ὅπερ ἦν ἔργον τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.

Middle Liddell

κᾰνηφορία, ἡ,
the office of κανηφόρος, Plat. [from κᾰνηφόρος]