χειροβρώς: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheirovros
|Transliteration C=cheirovros
|Beta Code=xeirobrw/s
|Beta Code=xeirobrw/s
|Definition=ῶτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gnawing the arms]], δεσμός <span class="bibl">Stesich.4</span>.</span>
|Definition=ῶτος, ὁ, ἡ, [[gnawing the arms]], δεσμός Stesich.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶτος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σαρκο</i>-<i>βρώς</i>].
|mltxt=-ῶτος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), [[πρβλ]]. [[σαρκοβρώς]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροβρώς Medium diacritics: χειροβρώς Low diacritics: χειροβρώς Capitals: ΧΕΙΡΟΒΡΩΣ
Transliteration A: cheirobrṓs Transliteration B: cheirobrōs Transliteration C: cheirovros Beta Code: xeirobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, gnawing the arms, δεσμός Stesich.4.

German (Pape)

[Seite 1345] ῶτος, die Hände verzehrend, nagend, reibend, δεσμός Stesich. bei Zenob. 6, 44.

Greek (Liddell-Scott)

χειροβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων, ἀναλίσκων τὰς σάρκας τῆς χειρός, δεσμὸς Στησίχορος 4· «χειροβρῶτι δεσμῷ. τοῖς πυκτικοῖς ἱμᾶσι· διὰ τὸ τὰς σάρκας διακόπτειν καὶ ἀναλίσκειν. Βέλτιον δὲ τὸν δεσμὸν ἀκούειν τὸν ἀποβιβρώσκοντα τὼ χεῖρε· ἐδέθη γὰρ ἐν τινι πέτρᾳ, ὡς Στησίχορος ἐν ἀρχῇ τῶν ἐπὶ Πελίᾳ ἄθλων» Ζηνόβ. 6. 44 ἐν Παροιμιογράφ. σ. 390, ἔκδ. Gaisf., πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέγει.

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκοβρώς].