πυραγρέτης: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyragretis | |Transliteration C=pyragretis | ||
|Beta Code=puragre/ths | |Beta Code=puragre/ths | ||
|Definition=[[καρκίνος]],= [[πυράγρα]], | |Definition=[[καρκίνος]], = [[πυράγρα]], ''AP''6.92 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:19, 25 August 2023
English (LSJ)
καρκίνος, = πυράγρα, AP6.92 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 819] ὁ, καρκίνος, = πυράγρα, Philp. 16 (VI, 92).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. καρκίνος) η πυράγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε- του ἀγρῶ / -έω), πρβλ. θηραγρέτης].
Greek Monotonic
πῠραγρέτης: -ου, ὁ, αυτός που προσέχει τις γλώσσες της φωτιάς, μασιά, τσιμπίδα, λαβίδα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῠραγρέτης: ου adj. m досл. служащий для извлечения из огня: π. καρκίνος Anth. = πυράγρα.
Middle Liddell
πῠραγρέτης, ου, ὁ, [from πῠράγρα]
serving for tongues, Anth.