πυραγρέτης: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyragretis
|Transliteration C=pyragretis
|Beta Code=puragre/ths
|Beta Code=puragre/ths
|Definition=[[καρκίνος]],= [[πυράγρα]], <span class="title">AP</span>6.92 (Phil.).
|Definition=[[καρκίνος]], = [[πυράγρα]], ''AP''6.92 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠραγρέτης Medium diacritics: πυραγρέτης Low diacritics: πυραγρέτης Capitals: ΠΥΡΑΓΡΕΤΗΣ
Transliteration A: pyragrétēs Transliteration B: pyragretēs Transliteration C: pyragretis Beta Code: puragre/ths

English (LSJ)

καρκίνος, = πυράγρα, AP6.92 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 819] ὁ, καρκίνος, = πυράγρα, Philp. 16 (VI, 92).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. καρκίνος) η πυράγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε- του ἀγρῶ / -έω), πρβλ. θηραγρέτης].

Greek Monotonic

πῠραγρέτης: -ου, ὁ, αυτός που προσέχει τις γλώσσες της φωτιάς, μασιά, τσιμπίδα, λαβίδα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πῠραγρέτης: ου adj. m досл. служащий для извлечения из огня: π. καρκίνος Anth. = πυράγρα.

Middle Liddell

πῠραγρέτης, ου, ὁ, [from πῠράγρα]
serving for tongues, Anth.