φιλόβιβλος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filovivlos | |Transliteration C=filovivlos | ||
|Beta Code=filo/biblos | |Beta Code=filo/biblos | ||
|Definition= | |Definition=φιλόβιβλον, [[fond of books]], Str.13.1.54. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόβιβλον</i><br />[[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τα βιβλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν τα βιβλία, [[βιβλιόφιλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να διαβάζει βιβλία<br /><b>3.</b> αυτός που του αρέσει η [[ανάγνωση]] της Βίβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίβλος]] ( | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόβιβλον</i><br />[[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τα βιβλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν τα βιβλία, [[βιβλιόφιλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να διαβάζει βιβλία<br /><b>3.</b> αυτός που του αρέσει η [[ανάγνωση]] της Βίβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίβλος]] ([[πρβλ]]. [[πολύβιβλος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:26, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλόβιβλον, fond of books, Str.13.1.54.
German (Pape)
[Seite 1278] Bücher liebend, Bücherfreund, Strab. XIII.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόβιβλος: -ον, φίλος τῶν βιβλίων, Στράβ. 609, Εὐστ. Πονημάτ. 249. 80.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόβιβλον
μεγάλη αγάπη για τα βιβλία
αρχ.
1. αυτός που του αρέσουν τα βιβλία, βιβλιόφιλος
2. αυτός που του αρέσει να διαβάζει βιβλία
3. αυτός που του αρέσει η ανάγνωση της Βίβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + βίβλος (πρβλ. πολύβιβλος)].