οἰάκωσις: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiakosis | |Transliteration C=oiakosis | ||
|Beta Code=oi)a/kwsis | |Beta Code=oi)a/kwsis | ||
|Definition=[ᾱ], εως, ἡ, | |Definition=[ᾱ], εως, ἡ, [[guiding]], Aq.''Jb.''37.12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰάκωσις''': ἡ, = [[οἰάκισμα]], Ἀκύλ. ἐν Ἰώβ ΛΖ΄, 12. | |lstext='''οἰάκωσις''': ἡ, = [[οἰάκισμα]], Ἀκύλ. ἐν Ἰώβ ΛΖ΄, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰάκωσις]], ἡ (Α)<br />η [[μετακίνηση]] του πηδαλίου του σκάφους με τον χειρισμό του οίακα, [[οιάκιση]], [[οιάκισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]], -<i>ακος</i> «[[πηδάλιο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωσις</i> ([[πρβλ]]. [[ρυτίδωσις]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], εως, ἡ, guiding, Aq.Jb.37.12.
Greek (Liddell-Scott)
οἰάκωσις: ἡ, = οἰάκισμα, Ἀκύλ. ἐν Ἰώβ ΛΖ΄, 12.
Greek Monolingual
οἰάκωσις, ἡ (Α)
η μετακίνηση του πηδαλίου του σκάφους με τον χειρισμό του οίακα, οιάκιση, οιάκισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «πηδάλιο» + κατάλ. -ωσις (πρβλ. ρυτίδωσις)].