θερμοκρασία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thermokrasia | |Transliteration C=thermokrasia | ||
|Beta Code=qermokrasi/a | |Beta Code=qermokrasi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[mixing of hot drink]], Aët.9.30. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[θερμοκρασία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[βαθμός]] θερμότητας ενός σώματος (α. «θετική [[θερμοκρασία]]» — η [[θερμοκρασία]] [[πάνω]] από 0 βαθμούς<br />β. «αρνητική [[θερμοκρασία]]» — η [[θερμοκρασία]] [[κάτω]] από 0 βαθμούς<br />γ. «[[θερμοκρασία]] ανθρώπου»)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ανάμιξη]] θερμού ποτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρασία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κρατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]» ( | |mltxt=η (Α [[θερμοκρασία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[βαθμός]] θερμότητας ενός σώματος (α. «θετική [[θερμοκρασία]]» — η [[θερμοκρασία]] [[πάνω]] από 0 βαθμούς<br />β. «αρνητική [[θερμοκρασία]]» — η [[θερμοκρασία]] [[κάτω]] από 0 βαθμούς<br />γ. «[[θερμοκρασία]] ανθρώπου»)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ανάμιξη]] θερμού ποτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρασία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κρατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]» ([[πρβλ]]. [[ακρασία]], [[ευκρασία]], [[συγκρασία]]). Η λ. με τη νεώτερη σημ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, mixing of hot drink, Aët.9.30.
Greek Monolingual
η (Α θερμοκρασία)
νεοελλ.
ο βαθμός θερμότητας ενός σώματος (α. «θετική θερμοκρασία» — η θερμοκρασία πάνω από 0 βαθμούς
β. «αρνητική θερμοκρασία» — η θερμοκρασία κάτω από 0 βαθμούς
γ. «θερμοκρασία ανθρώπου»)
αρχ.
η ανάμιξη θερμού ποτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -κρασία < -κρατος < κεράννυμι «αναμιγνύω» (πρβλ. ακρασία, ευκρασία, συγκρασία). Η λ. με τη νεώτερη σημ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].