γράπτης: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=graptis | |Transliteration C=graptis | ||
|Beta Code=gra/pths | |Beta Code=gra/pths | ||
|Definition= | |Definition=γράπτου, ὁ, [[wrinkled]], Eust.633.56. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:35, 25 August 2023
English (LSJ)
γράπτου, ὁ, wrinkled, Eust.633.56.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ arruga Eust.633.56.
• Etimología: Deriv. de γράφω q.u.
German (Pape)
[Seite 505] ὁ, der Runzeln hat, Eust.
Greek Monolingual
ο (Μ)
αυτός που έχει ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος σημασιολογικά τ. του γράπις, που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το γράπτης θεωρήθηκε παράγωγο του γράφω «χαράζω (γραμμή)»].