λέχοσδε: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lechosde
|Transliteration C=lechosde
|Beta Code=le/xosde
|Beta Code=le/xosde
|Definition=Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to bed</b>, <span class="bibl">Il.3.447</span>, <span class="bibl">Od.23.294</span>.</span>
|Definition=Adv. [[to bed]], Il.3.447, Od.23.294.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0036.png Seite 36]] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0036.png Seite 36]] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />au lit <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[λέχος]], [[-δε]].
}}
{{elru
|elrutext='''λέχοσδε:''' adv. на ложе, к ложу Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λέχοσδε''': ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε [[λικριφίς]])· - [[πλάγιος]], ἀγκάρσιος, [[λοξός]], Λατ. obliquus, [[μετὰ]] ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα [[εἶναι]] «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.
|lstext='''λέχοσδε''': ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε [[λικριφίς]])· - [[πλάγιος]], ἀγκάρσιος, [[λοξός]], Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα [[εἶναι]] «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />au lit <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[λέχος]], -δε.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέχοσδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> στην [[κλίνη]], στο [[κρεβάτι]] («ἐρχομένοισιν [[λέχοσδε]] [[δάος]] [[μετὰ]] χερσὶν ἔχουσα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέχος]] <span style="color: red;">+</span> δεικτικό εγκλιτικό [[μόριο]] <i>δέ</i>, που δηλώνει την εις [[τόπο]] [[κίνηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οίκον</i>-<i>δε</i>)].
|mltxt=[[λέχοσδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> στην [[κλίνη]], στο [[κρεβάτι]] («ἐρχομένοισιν [[λέχοσδε]] [[δάος]] μετὰ χερσὶν ἔχουσα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέχος]] <span style="color: red;">+</span> δεικτικό εγκλιτικό [[μόριο]] <i>δέ</i>, που δηλώνει την εις [[τόπο]] [[κίνηση]] ([[πρβλ]]. [[οίκονδε]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λέχοσδε:''' επίρρ., στο [[κρεβάτι]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''λέχοσδε:''' επίρρ., στο [[κρεβάτι]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[λέχος]]<br />to bed, Hom.
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχοσδε Medium diacritics: λέχοσδε Low diacritics: λέχοσδε Capitals: ΛΕΧΟΣΔΕ
Transliteration A: léchosde Transliteration B: lechosde Transliteration C: lechosde Beta Code: le/xosde

English (LSJ)

Adv. to bed, Il.3.447, Od.23.294.

German (Pape)

[Seite 36] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.

French (Bailly abrégé)

adv.
au lit avec mouv.
Étymologie: λέχος, -δε.

Russian (Dvoretsky)

λέχοσδε: adv. на ложе, к ложу Hom.

Greek (Liddell-Scott)

λέχοσδε: ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε λικριφίς)· - πλάγιος, ἀγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα εἶναι «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.

Greek Monolingual

λέχοσδε (Α)
επίρρ. στην κλίνη, στο κρεβάτι («ἐρχομένοισιν λέχοσδε δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δέ, που δηλώνει την εις τόπο κίνηση (πρβλ. οίκονδε)].

Greek Monotonic

λέχοσδε: επίρρ., στο κρεβάτι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[from λέχος
to bed, Hom.