οἴκει: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikei
|Transliteration C=oikei
|Beta Code=oi)/kei
|Beta Code=oi)/kei
|Definition=Adv., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[οἴκοι]], <span class="bibl">Men.1044</span>.</span>
|Definition=Adv., = [[οἴκοι]], Men.1044.
}}
{{elru
|elrutext='''οἴκει:''' adv. Men. = [[οἴκοι]].
}}
{{ls
|lstext='''οἴκει''': Ἐπίρρ. = [[οἴκοι]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 456.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἴκει]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[οίκοι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[οἴκει]] έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[οἴκοι]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>οι</i> σε -<i>ει</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική [[πτώση]] σε -<i>ει</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκει Medium diacritics: οἴκει Low diacritics: οίκει Capitals: ΟΙΚΕΙ
Transliteration A: oíkei Transliteration B: oikei Transliteration C: oikei Beta Code: oi)/kei

English (LSJ)

Adv., = οἴκοι, Men.1044.

Russian (Dvoretsky)

οἴκει: adv. Men. = οἴκοι.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκει: Ἐπίρρ. = οἴκοι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 456.

Greek Monolingual

οἴκει (Α)
επίρρ. βλ. οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. οἴκει έχει σχηματιστεί από το επίρρ. οἴκοι με ανομοιωτική τροπή του -οι σε -ει, ενώ κατ' άλλη άποψη λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική πτώση σε -ει].