πολυδερκής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyderkis
|Transliteration C=polyderkis
|Beta Code=poluderkh/s
|Beta Code=poluderkh/s
|Definition=ές, [[much-seeing]], [[far-seeing]], Ἠώς <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>451</span>; [[φάος]] ib.<span class="bibl">755</span>; cf. [[πολυδευκής]].
|Definition=πολυδερκές, [[much-seeing]], [[far-seeing]], Ἠώς Hes.''Th.''451; [[φάος]] ib.755; cf. [[πολυδευκής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυδερκής -ές &#91;[[πολύς]], [[δέρκομαι]]] [[veel ziend]].
|elnltext=πολυδερκής -ές &#91;[[πολύς]], [[δέρκομαι]]] [[veel ziend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδερκής Medium diacritics: πολυδερκής Low diacritics: πολυδερκής Capitals: ΠΟΛΥΔΕΡΚΗΣ
Transliteration A: polyderkḗs Transliteration B: polyderkēs Transliteration C: polyderkis Beta Code: poluderkh/s

English (LSJ)

πολυδερκές, much-seeing, far-seeing, Ἠώς Hes.Th.451; φάος ib.755; cf. πολυδευκής.

German (Pape)

[Seite 661] ές, viel schauend; φάος, Hes. O. 755; Πώς, 451; aber μορφή Nic. Ther. 209 ist zw. L., s. πολυδευκής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui voit beaucoup de choses;
2 au regard perçant.
Étymologie: πολύς, δέρκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυδερκής -ές [πολύς, δέρκομαι] veel ziend.

Russian (Dvoretsky)

πολυδερκής: много видящий (Ἠώς Hom.).

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που βλέπει πολύ ή μακριά
2. αυτός που βλέπει πολλά
3. (κατ' άλλους) α) αυτός που γίνεται ορατός από πολλούς
β) αυτός που εκπέμπει πολύ φως, αυτός που λάμπει πολύ («πολυδερκὲς φάος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. οξυδερκής].

Greek Monotonic

πολυδερκής: -ές (δέρκομαι), αυτός που βλέπει πολύ μακριά, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδερκής: -ές, ὁ πολὺ ἢ μακρὰν βλέπων ἢ ὁ πολλὰ ὁρῶν ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ὑπὸ πολλῶν ὁρώμενος, φάος πολυδερκέος Ἠοῦς, «διὰ τὸ ὑπὸ πολλῶν βλέπεσθαι ἢ πολλὰ ὁρᾶν» (Σχόλ.), Ἡσ. Θ. 451· φάος 755. Πρβλ. πολυδευκής.

Middle Liddell

πολυ-δερκής, ές δέρκομαι
much-seeing, Hes.