ἐπιτηδευτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitideftos
|Transliteration C=epitideftos
|Beta Code=e)pithdeuto/s
|Beta Code=e)pithdeuto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[artificial]], [[counterfeit]], Sch.<span class="bibl">Il.5.831</span>.</span>
|Definition=ἐπιτηδευτή, ἐπιτηδευτόν, [[artificial]], [[counterfeit]], Sch.Il.5.831.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτηδευτός Medium diacritics: ἐπιτηδευτός Low diacritics: επιτηδευτός Capitals: ΕΠΙΤΗΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: epitēdeutós Transliteration B: epitēdeutos Transliteration C: epitideftos Beta Code: e)pithdeuto/s

English (LSJ)

ἐπιτηδευτή, ἐπιτηδευτόν, artificial, counterfeit, Sch.Il.5.831.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτηδευτός: -ή, -όν, ἐπιτετηδευμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φυσικός, Συνέσ. 63C.

Greek Monolingual

ἐπιτηδευτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που γίνεται με επιτήδευση, με υπερβολική ακριβολογία, επιτηδευμένος, προσποιητός, πλαστός.
επίρρ...
ἐπιτηδευτῶς ή ἐπιτηδεύτως (Α)
με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με επιτήδευση.