σπασμώδης: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(nl) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spasmodis | |Transliteration C=spasmodis | ||
|Beta Code=spasmw/dhs | |Beta Code=spasmw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=σπασμῶδες, [[convulsive]], [[spasmodic]], Hp.''Prorrh.''1.28, Sor.2.26; [[suffering from convulsions]], Id.1.88; <b class="b3">τὰ σ.</b> [[attacks of cramp]], Hp.''Coac.''100; <b class="b3">ἀλγήματα σ.</b> pains which are [[premonitory symptoms of]] [[σπασμοί]], Id.''Prorrh.''1.114. Adv. [[σπασμωδῶς]] Gal.17(2).750, Alex.Trall.7.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[σπασμώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σπασμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «[[σπασμώδης]] [[βήχας]]» β. «σπασμώδη ἀλγήματα»)<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζει σπασμό, [[σπασμωδικός]] («[[σπασμώδης]] [[κίνηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b><br /><i>ὁ</i>, | |mltxt=-ες / [[σπασμώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σπασμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «[[σπασμώδης]] [[βήχας]]» β. «σπασμώδη ἀλγήματα»)<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζει σπασμό, [[σπασμωδικός]] («[[σπασμώδης]] [[κίνηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b><br /><i>ὁ</i>, ἡ [[σπασμώδης]]<br />αυτός που πάσχει από σπασμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ σπασμώδη</i><br />παροξυσμοί σπασμών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπασμωδῶς</i> Α<br />με σπασμούς. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σπασμώδης -ες [σπασμός] [[gepaard gaand met krampen of spasmen]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
σπασμῶδες, convulsive, spasmodic, Hp.Prorrh.1.28, Sor.2.26; suffering from convulsions, Id.1.88; τὰ σ. attacks of cramp, Hp.Coac.100; ἀλγήματα σ. pains which are premonitory symptoms of σπασμοί, Id.Prorrh.1.114. Adv. σπασμωδῶς Gal.17(2).750, Alex.Trall.7.9.
German (Pape)
[Seite 918] ες, = σπασματώδης, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπασμώδης: -ες, σπασμωδικός, Ἱππ. Προρρ. 69· τὰ σπασμώδη, παροξυσμοὶ σπασμῶν, ὁ αὐτ. 173F· ἀλγήματα σπ. ὁ αὐτ. 77Α.
Greek Monolingual
-ες / σπασμώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σπασμός
1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπασμώδης βήχας» β. «σπασμώδη ἀλγήματα»)
2. αυτός που εμφανίζει σπασμό, σπασμωδικός («σπασμώδης κίνηση»)
αρχ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.
ὁ, ἡ σπασμώδης
αυτός που πάσχει από σπασμούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὰ σπασμώδη
παροξυσμοί σπασμών.
επίρρ...
σπασμωδῶς Α
με σπασμούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπασμώδης -ες [σπασμός] gepaard gaand met krampen of spasmen.