ἐνθουσιώδης: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enthousiodis
|Transliteration C=enthousiodis
|Beta Code=e)nqousiw/dhs
|Beta Code=e)nqousiw/dhs
|Definition=ἐνθουσιώδες, [[ecstatic]], ὁρμαί [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''1, cf. Plu.''Lyc.''21; φοραί Id.''Pyrrh.''22, etc.; τὸ ἐ. Ph.1.689. Adv. [[ἐνθουσιωδῶς]] Hp.''Ep.''17, Sch.Il.''Oxy.''1086.41.
|Definition=ἐνθουσιῶδες, [[ecstatic]], ὁρμαί [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''1, cf. Plu.''Lyc.''21; φοραί Id.''Pyrrh.''22, etc.; τὸ ἐ. Ph.1.689. Adv. [[ἐνθουσιωδῶς]] Hp.''Ep.''17, Sch.Il.''Oxy.''1086.41.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθουσιώδης Medium diacritics: ἐνθουσιώδης Low diacritics: ενθουσιώδης Capitals: ΕΝΘΟΥΣΙΩΔΗΣ
Transliteration A: enthousiṓdēs Transliteration B: enthousiōdēs Transliteration C: enthousiodis Beta Code: e)nqousiw/dhs

English (LSJ)

ἐνθουσιῶδες, ecstatic, ὁρμαί D.H.Comp.1, cf. Plu.Lyc.21; φοραί Id.Pyrrh.22, etc.; τὸ ἐ. Ph.1.689. Adv. ἐνθουσιωδῶς Hp.Ep.17, Sch.Il.Oxy.1086.41.

Spanish (DGE)

-ες
I 1de inspiración divina πνεῦμα D.H.14.9, ὁρμαί del alma a la hora de componer, D.H.Comp.1.7, cf. Plu.Lyc.21
ἐ.· furiosus, Gloss.3.334
neutr. subst. τὸ ἐ. la inspiración divina Hld.6.14.4, πολὺ τὸ ἐ. μετὰ χορείας ἐμφαίνων ref. al ditirambo, Phot.Bibl.320b13.
2 de entusiasmo, entusiástico τὴν ἀνδρείαν φορὰς ... ἐνθουσιώδεις καὶ μανικὰς φερομένην Plu.Pyrrh.22
neutr. subst. τὸ ἐ. el entusiasmo Ph.1.689, en el combate, Plu.2.452b.
II adv. -ῶς
1 por inspiración divina γράφειν ἐ. καὶ μεθ' ὁρμῆς Hp.Ep.17.3, παράφρων ἀποφθέγγεται πολλά τινα ἐ. Phleg.36.3.
2 frenéticamente, con agitación, desenfrenadamente ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τόπου ἐ. ὁρμᾶν Sch.Er.Il.2.780 (p.168), ἐ. ἐφέρετο Sch.A.R.4.1442a, ἐ. κινουμένου Hsch., cf. Phot.μ 38.

German (Pape)

[Seite 843] ες, begeistert, schwärmerisch, φοραί Plut. Pyrrh. 12, oft, u. Sp. – Adv., Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
saisi d'un transport divin, inspiré.
Étymologie: ἔνθεος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθουσιώδης: восторженный или исступленный (ἐνθουσιώδεις καὶ μανικαὶ φοραί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθουσιώδης: -ες, κατεχόμενος ὑπὸ ἐνθουσιασμοῦ, πλήρης ἐνθουσιασμοῦ, Πλουτ. Λυκ. 21, Πύρρ. 12, κτλ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. 1280. 26.

Greek Monolingual

-ες (AM ἐνθουσιώδης, -ες) ενθουσιάζω
1. ο γεμάτος ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους»)
2. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («ενθουσιώδης νεολαία, άνθρωπος, τύπος» κ.λπ.)
3. αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό.
επίρρ...
ενθουσιωδώς
με τρόπο ενθουσιώδη, με ενθουσιασμό.

Greek Monotonic

ἐνθουσιώδης: -ες (ἐνθουσιάω, εἶδος), αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, περιχαρής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐνθουσιώδης, ες ἐνθουσιάω, εἶδος
possessed, Plut.