νιφετώδης: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nifetodis
|Transliteration C=nifetodis
|Beta Code=nifetw/dhs
|Beta Code=nifetw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">snowy</b>, [ἄνεμος] <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>364b21</span>; <b class="b3">ἡμέρα, νύξ</b>, <span class="bibl">Plb.3.72.3</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Crass.</span>10</span>; ἀέρες <span class="bibl">Str.4.5.2</span>.</span>
|Definition=νιφετῶδες, [[snowy]], [[ἄνεμος]] [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''364b21; [[ἡμέρα]], [[νύξ]], Plb.3.72.3, Plu.''Crass.''10; ἀέρες Str.4.5.2.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[neigeux]].<br />'''Étymologie:''' [[νιφετός]], -ώδης.
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[schneeig]]</i>; Arist. <i>Meteor</i>. 2.6; [[ἡμέρα]], Pol. 3.72.3; Plut. <i>Crass</i>. 10 und andere Spätere
}}
{{elru
|elrutext='''νῐφετώδης:''' [[снежный]], [[со снегом]] ([[ἄνεμος]] Arst.; [[ἡμέρα]] Polyb.; [[νύξ]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νῐφετώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς νιφετόν, [[χιονώδης]], «χιονιᾶς», [[ἄνεμος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.
|lstext='''νῐφετώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς νιφετόν, [[χιονώδης]], «χιονιᾶς», [[ἄνεμος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />neigeux.<br />'''Étymologie:''' [[νιφετός]], -ώδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νιφετώδης]], -ῶδες (Α) [[νιφετός]]<br />αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο [[γεμάτος]] [[χιόνι]], [[χιονώδης]] («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾱλλον ἢ νιφετώδεις», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=[[νιφετώδης]], -ῶδες (Α) [[νιφετός]]<br />αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο [[γεμάτος]] [[χιόνι]], [[χιονώδης]] («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾶλλον ἢ νιφετώδεις», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νῐφετώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[χιόνι]] ή [[χιονοθύελλα]], [[χιονώδης]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''νῐφετώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[χιόνι]] ή [[χιονοθύελλα]], [[χιονώδης]], σε Πολύβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νῐφετ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[snow]], [[snowy]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφετώδης Medium diacritics: νιφετώδης Low diacritics: νιφετώδης Capitals: ΝΙΦΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: niphetṓdēs Transliteration B: niphetōdēs Transliteration C: nifetodis Beta Code: nifetw/dhs

English (LSJ)

νιφετῶδες, snowy, ἄνεμος Arist.Mete.364b21; ἡμέρα, νύξ, Plb.3.72.3, Plu.Crass.10; ἀέρες Str.4.5.2.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
neigeux.
Étymologie: νιφετός, -ώδης.

German (Pape)

ες, schneeig; Arist. Meteor. 2.6; ἡμέρα, Pol. 3.72.3; Plut. Crass. 10 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

νῐφετώδης: снежный, со снегом (ἄνεμος Arst.; ἡμέρα Polyb.; νύξ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νῐφετώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νιφετόν, χιονώδης, «χιονιᾶς», ἄνεμος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.

Greek Monolingual

νιφετώδης, -ῶδες (Α) νιφετός
αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο γεμάτος χιόνι, χιονώδης («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾶλλον ἢ νιφετώδεις», Στράβ.).

Greek Monotonic

νῐφετώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με χιόνι ή χιονοθύελλα, χιονώδης, σε Πολύβ.

Middle Liddell

νῐφετ-ώδης, ες εἶδος
like snow, snowy, Polyb.