κονδυλώδης: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(21)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kondylodis
|Transliteration C=kondylodis
|Beta Code=kondulw/dhs
|Beta Code=kondulw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">knobby</b>, Id.<span class="title">Mochl.</span>1, Dsc.1.107, Gal.2.755.</span>
|Definition=κονδυλῶδες, [[knobby]], Id.''Mochl.''1, Dsc.1.107, Gal.2.755.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κονδυλώδης]], -ώδες) [[κόνδυλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, [[κονδυλοειδής]], διογκωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.
|mltxt=-ες (Α [[κονδυλώδης]], -ώδες) [[κόνδυλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, [[κονδυλοειδής]], διογκωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.
}}
{{elnl
|elnltext=κονδυλώδης -ες [κόνδυλος] [[knobbelig]].
}}
}}