προΐσχω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proischo
|Transliteration C=proischo
|Beta Code=proi/+sxw
|Beta Code=proi/+sxw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[προέχω]], [[hold before]], [[hold out]], of boys playing at <b class="b3">ποσίνδα</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>5.10</span>:—mostly in Med., <b class="b2">hold out before oneself, stretch forth</b>, χεῖρας <span class="bibl">Th.3.58</span>,<span class="bibl">66</span>; of nurse and child, Gal.6.44, al.: c. gen., [[hold before]], τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>71</span>; τὸ ἱμάτιον τοῦ βιβλίου Id.<span class="title">Cat. Mi.</span>19. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[προέχω]] B. 1, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>30</span>, <span class="title">Mochl.</span>4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph. in Med., [[put forward as a pretext]], [[allege]], π. πρόφασιν ὡς… <span class="bibl">Hdt.4.165</span>, cf. <span class="bibl">6.137</span>, <span class="bibl">8.3</span>; ξυγγένειαν <span class="bibl">Th.1.26</span>; τὸν νόμον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>14</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[put forward as a demand]], <span class="bibl">Hdt.1.3</span>; [[propose]], [[offer]], ib.<span class="bibl">141</span>, <span class="bibl">164</span>, <span class="bibl">Th. 4.87</span>; ξείνι' ἀριστήεσσι <span class="bibl">A.R.4.1553</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[hold out]], ἐλπίδα <span class="bibl">Porph. <span class="title">Marc.</span>4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> [[prosecute]], Gloss.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> = [[προέχω]], [[hold before]], [[hold out]], of boys playing at [[ποσίνδα]], X.''Eq.Mag.''5.10:—mostly in Med., [[hold out before oneself]], [[stretch forth]], χεῖρας Th.3.58,66; of nurse and child, Gal.6.44, al.: c. gen., [[hold before]], τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας Plu.''Pomp.''71; τὸ ἱμάτιον τοῦ βιβλίου Id.''Cat. Mi.''19.<br><span class="bld">2</span> = [[προέχω]] B. 1, Hp.''Art.''30, ''Mochl.''4.<br><span class="bld">II</span> metaph. in Med., [[put forward as a pretext]], [[allege]], π. πρόφασιν ὡς… [[Herodotus|Hdt.]]4.165, cf. 6.137, 8.3; ξυγγένειαν Th.1.26; τὸν νόμον Plu.''Alex.''14, etc.<br><span class="bld">2</span> [[put forward as a demand]], [[Herodotus|Hdt.]]1.3; [[propose]], [[offer]], ib.141, 164, Th. 4.87; ξείνι' ἀριστήεσσι A.R.4.1553.<br><span class="bld">3</span> [[hold out]], ἐλπίδα Porph. ''Marc.''4.<br><span class="bld">4</span> [[prosecute]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0726.png Seite 726]] (s. [[ἴσχω]]), = [[προέχω]], vorhalten, hinhalten; Her. 4, 200, πρὸς τὸ [[δάπεδον]], richtiger [[προσίσχω]]; vgl. Xen. Hipparch. 5, 10. – Med. vor sich hinhalten, χεῖρας προϊσχόμενοι, Thuc. 3, 58. 67, darreichen; τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας, die Hände vor das Gesicht halten, Plut. Pomp. 71; ἔπεα, vortragen, Her. 1, 164. 3, 137; λόγον, 8, 111; τοῦτο, 1, 3. 141. 6, 10. 49; vgl. Thuc. 4, 87; auch πρόφασιν, vorgeben, vorschützen, Her. 6, 117. 8, 3. 9, 165 u. Sp., wie ὁ δὲ τὸ [[γῆρας]] προϊσχόμενος παρῃτήσατο Hdn. 4, 14, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0726.png Seite 726]] (s. [[ἴσχω]]), = [[προέχω]], vorhalten, hinhalten; Her. 4, 200, πρὸς τὸ [[δάπεδον]], richtiger [[προσίσχω]]; vgl. Xen. Hipparch. 5, 10. – Med. vor sich hinhalten, χεῖρας προϊσχόμενοι, Thuc. 3, 58. 67, darreichen; τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας, die Hände vor das Gesicht halten, Plut. Pomp. 71; ἔπεα, vortragen, Her. 1, 164. 3, 137; λόγον, 8, 111; τοῦτο, 1, 3. 141. 6, 10. 49; vgl. Thuc. 4, 87; auch πρόφασιν, vorgeben, vorschützen, Her. 6, 117. 8, 3. 9, 165 u. Sp., wie ὁ δὲ τὸ [[γῆρας]] προϊσχόμενος παρῃτήσατο Hdn. 4, 14, 3.
}}
{{elru
|elrutext='''προΐσχω:''' (= [[προέχω]]) (преимущ. med.)<br /><b class="num">1</b> держать перед собою, т. е. протягивать, простирать (χεῖρας Thuc.; τὰς ἱκετηρίας Plut.): τὴν κόμην προϊσχόμεναι λελυμένην Plut. (сабинянки, с мольбой) протягивающие (свои) распущенные волосы; τὸ [[ἱμάτιον]] τοῦ βιβλίου προϊσχόμενος Plut. (Катон Утический читал), заслоняя книгу тогой; προϊσχόμενοι τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας Plut. закрывая лица руками;<br /><b class="num">2</b> [[произносить]], [[объявлять]], [[предлагать]]: προϊσχόμενος ἔπεα ὡς … Her. объявив, что …; προϊσχομένου λόγον τόνδε Her. когда он заявил это; προϊσχομένων [[ταῦτα]] Her. когда они выдвинули (т. е. в ответ на) эти требования;<br /><b class="num">3</b> [[выдвигать в качестве основания]], [[ссылаться]] (на что-л.), приводить (πρόφασιν Her.; μυρίας σκήψεις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προΐσχω''': [[προέχω]], κρατῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, [[προτείνω]], ἐπὶ παιδίων παιζόντων τὴν παιδιὰν [[ποσίνδα]], Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 10 (ἐν Ἡροδ. 4. 200, προσῖσχε ἐκ διορθώσεως)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἔχω ἢ βάλλω ἐμπρός μου, κρατῶ ἐμπρός, χεῖρας Θουκ. 3. 58, 66· [[μετὰ]] γεν., κρατῶ ἐνώπιον, Πλουτ. Πομπ. 71, πρβλ. Κάτωνα Νεώτ. 19. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (πρβλ. [[προέχω]] Ι. 2), [[προβάλλω]], μεταχειρίζομαι ὡς πρόφασιν, [[προφασίζομαι]], ἰσχυρίζομαι, Ἡρόδ. 1. 3. 141, κ. ἀλλ.· πρόφασιν τήν... ὕβριν πρ. ὁ αὐτ. 4. 165, πρβλ. 6. 137., 8. 3· πρ. ξυγγένειαν Θουκ. 1. 26· τὸν νόμον Πλουτ. Ἀλέξ. 14, κτλ. 2) [[προτείνω]], [[προσφέρω]], Ἡρόδ. 1. 141, 164, Θουκ. 4. 87. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προϊσχόμενος· προβαλλόμενος», καὶ προϊσχομένου· προτείνοντος χεῖρα, δίκαιον προβάλλοντος», καὶ «προΐσχονται· προβάλλονται», καὶ «προΐσχοντο (Θουκ. 3, 68)· ἔδοξαν».
|lstext='''προΐσχω''': [[προέχω]], κρατῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, [[προτείνω]], ἐπὶ παιδίων παιζόντων τὴν παιδιὰν [[ποσίνδα]], Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 10 (ἐν Ἡροδ. 4. 200, προσῖσχε ἐκ διορθώσεως)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἔχω ἢ βάλλω ἐμπρός μου, κρατῶ ἐμπρός, χεῖρας Θουκ. 3. 58, 66· μετὰ γεν., κρατῶ ἐνώπιον, Πλουτ. Πομπ. 71, πρβλ. Κάτωνα Νεώτ. 19. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (πρβλ. [[προέχω]] Ι. 2), [[προβάλλω]], μεταχειρίζομαι ὡς πρόφασιν, [[προφασίζομαι]], ἰσχυρίζομαι, Ἡρόδ. 1. 3. 141, κ. ἀλλ.· πρόφασιν τήν... ὕβριν πρ. ὁ αὐτ. 4. 165, πρβλ. 6. 137., 8. 3· πρ. ξυγγένειαν Θουκ. 1. 26· τὸν νόμον Πλουτ. Ἀλέξ. 14, κτλ. 2) [[προτείνω]], [[προσφέρω]], Ἡρόδ. 1. 141, 164, Θουκ. 4. 87. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προϊσχόμενος· προβαλλόμενος», καὶ προϊσχομένου· προτείνοντος χεῖρα, δίκαιον προβάλλοντος», καὶ «προΐσχονται· προβάλλονται», καὶ «προΐσχοντο (Θουκ. 3, 68)· ἔδοξαν».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για [[παιδιά]] που έπαιζαν το [[παιχνίδι]] [[ποσίνδα]]) [[κρατώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προΐσχομαι</i> α) [[τεντώνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] [[κάτι]] για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[κρατώ]] ενώπιον κάποιου<br />γ) [[προεξέχω]]<br />δ) <b>μτφ.</b> [[προφασίζομαι]] («καὶ ξυγγένειαν, ἣν προϊσχόμενοι ἐδέοντο σφᾱς κατάγειν», θουκ)<br />ε) <b>μτφ.</b> [[προβάλλω]] ως [[αξίωση]]<br />στ) [[προσφέρω]] («ὁ δὲ ἀκούσας αὐτῶν τε τὰ προΐσχοντο ἔλεξε σφι λόγον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ζ) [[ενισχύω]]<br />η) [[καταδιώκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴσχω]], εκτετ. τ. του <i>ἔχω</i>].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για [[παιδιά]] που έπαιζαν το [[παιχνίδι]] [[ποσίνδα]]) [[κρατώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προΐσχομαι</i> α) [[τεντώνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] [[κάτι]] για υπεράσπισή μου («χεῖρας προϊσχομένους», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[κρατώ]] ενώπιον κάποιου<br />γ) [[προεξέχω]]<br />δ) <b>μτφ.</b> [[προφασίζομαι]] («καὶ ξυγγένειαν, ἣν προϊσχόμενοι ἐδέοντο σφᾱς κατάγειν», θουκ)<br />ε) <b>μτφ.</b> [[προβάλλω]] ως [[αξίωση]]<br />στ) [[προσφέρω]] («ὁ δὲ ἀκούσας αὐτῶν τε τὰ προΐσχοντο ἔλεξε σφι λόγον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ζ) [[ενισχύω]]<br />η) [[καταδιώκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴσχω]], εκτετ. τ. του <i>ἔχω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προΐσχω:''' = [[προέχω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κρατώ]] προς τα [[εμπρός]], [[προτείνω]], λέγεται για αγόρια που παίζουν στην [[ποσίνδα]], σε Ξεν.· [[κυρίως]] σε Μέσ., [[κρατώ]] [[μπροστά]] από κάποιον, [[κρατώ]] [[εμπρός]], <i>χεῖρας</i>, σε Θουκ.· με γεν., [[κρατώ]] ενώπιον, [[τῶν]] ὄψεων [[τὰς]] χεῖρας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. στη Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[χρησιμοποιώ]] ως [[πρόφαση]], [[προφασίζομαι]], [[ισχυρίζομαι]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτείνω]], [[προσφέρω]], στο ίδ.
|lsmtext='''προΐσχω:''' = [[προέχω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κρατώ]] προς τα [[εμπρός]], [[προτείνω]], λέγεται για αγόρια που παίζουν στην [[ποσίνδα]], σε Ξεν.· [[κυρίως]] σε Μέσ., [[κρατώ]] [[μπροστά]] από κάποιον, [[κρατώ]] [[εμπρός]], <i>χεῖρας</i>, σε Θουκ.· με γεν., [[κρατώ]] ενώπιον, [[τῶν]] ὄψεων [[τὰς]] χεῖρας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. στη Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[χρησιμοποιώ]] ως [[πρόφαση]], [[προφασίζομαι]], [[ισχυρίζομαι]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτείνω]], [[προσφέρω]], στο ίδ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προΐσχω [προέχω] med., alleen praes. en imperf., andere tijden zie προέχω met acc. voor... (uit) houden:; χεῖρας π. de handen voor zich uit houden (als smekelingen) Thuc. 3.58.3; met acc. en gen.. τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας de handen voor de ogen houden Plut. Pomp. 71.8. med. voor zich uithouden; overdr. (ter verdediging) aanvoeren, als voorwendsel gebruiken:; προϊσχομένη πρόφασιν ὡς terwijl zij als reden aanvoerde dat Hdt. 4.165.3; προισχομένης τὸν νόμον toen zij zich op de wet beriep Plut. Alex. 14.7; voorstellen:. ἀκούσας αὐτῶν τὰ προΐσχοντο toen hij had gehoord wat zij voorstelden Hdt. 1.141.1. intrans. uitsteken. Hp. Art. 30.
|elnltext=προΐσχω [προέχω] med., alleen praes. en imperf., andere tijden zie προέχω met acc. voor... (uit) houden:; χεῖρας π. de handen voor zich uit houden (als smekelingen) Thuc. 3.58.3; met acc. en gen.. τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας de handen voor de ogen houden Plut. Pomp. 71.8. med. voor zich uithouden; overdr. (ter verdediging) aanvoeren, als voorwendsel gebruiken:; προϊσχομένη πρόφασιν ὡς terwijl zij als reden aanvoerde dat Hdt. 4.165.3; προισχομένης τὸν νόμον toen zij zich op de wet beriep Plut. Alex. 14.7; voorstellen:. ἀκούσας αὐτῶν τὰ προΐσχοντο toen hij had gehoord wat zij voorstelden Hdt. 1.141.1. intrans. uitsteken. Hp. Art. 30.
}}
{{elru
|elrutext='''προΐσχω:''' (= [[προέχω]]) (преимущ. med.)<br /><b class="num">1)</b> держать перед собою, т. е. протягивать, простирать (χεῖρας Thuc.; τὰς ἱκετηρίας Plut.): τὴν κόμην προϊσχόμεναι λελυμένην Plut. (сабинянки, с мольбой) протягивающие (свои) распущенные волосы; τὸ [[ἱμάτιον]] τοῦ βιβλίου προϊσχόμενος Plut. (Катон Утический читал), заслоняя книгу тогой; προϊσχόμενοι τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας Plut. закрывая лица руками;<br /><b class="num">2)</b> произносить, объявлять, предлагать: προϊσχόμενος ἔπεα ὡς … Her. объявив, что …; προϊσχομένου λόγον τόνδε Her. когда он заявил это; προϊσχομένων [[ταῦτα]] Her. когда они выдвинули (т. е. в ответ на) эти требования;<br /><b class="num">3)</b> выдвигать в качестве основания, ссылаться (на что-л.), приводить (πρόφασιν Her.; μυρίας σκήψεις Plut.).
}}
}}