ἀρκεόντως: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arkeontos | |Transliteration C=arkeontos | ||
|Beta Code=a)rkeo/ntws | |Beta Code=a)rkeo/ntws | ||
|Definition=Att. contr. [[ἀρκούντως]], ([[ἀρκέω]]) [[enough]], [[abundantly]], ἀ. ἔχει A.''Ch.''892, Th.1.22, Hp.''Mul.''2.162; ἀ. λέγεται [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1102a27; <b class="b3">τοῦ βίον ἀ. ἔχειν</b> Ps.-Hdt.''Vit.Hom.''7; <b class="b3">ἀ. ποδώκης</b> swift [[enough]], X.''Eq.''3.12. | |Definition=Att. contr. [[ἀρκούντως]], ([[ἀρκέω]]) [[enough]], [[abundantly]], ἀ. ἔχει A.''Ch.''892, Th.1.22, Hp.''Mul.''2.162; ἀ. λέγεται [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1102a27; <b class="b3">τοῦ βίον ἀ. ἔχειν</b> Ps.-[[Herodotus|Hdt.]]''Vit.Hom.''7; <b class="b3">ἀ. ποδώκης</b> swift [[enough]], X.''Eq.''3.12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
Att. contr. ἀρκούντως, (ἀρκέω) enough, abundantly, ἀ. ἔχει A.Ch.892, Th.1.22, Hp.Mul.2.162; ἀ. λέγεται Arist.EN1102a27; τοῦ βίον ἀ. ἔχειν Ps.-Hdt.Vit.Hom.7; ἀ. ποδώκης swift enough, X.Eq.3.12.
French (Bailly abrégé)
c. ἀρκούντως.
Russian (Dvoretsky)
ἀρκεόντως: Plut. = ἀρκούντως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκεόντως: Ἀττ. συνῃρ. ἀρκούντως, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἀρκέω, ἀρκετά, ἀφθόνως, ἀρκούντως ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· ἀρκεόντως ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. ποδώκης, ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
Greek Monolingual
βλ. αρκούντως.
Greek Monotonic
ἀρκεόντως: Αττ. συνηρ. ἀρκούντως, επιρρ. μτχ. ενεστ. του ἀρκέω, αρκετά, άφθονα· ἀρκούντως ἔχει, αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.
Middle Liddell
ἀρκέω
enough, abundantly, ἀρκούντως ἔχει 'tis enough, Aesch., Thuc.