ἐγγλύφω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egglyfo
|Transliteration C=egglyfo
|Beta Code=e)gglu/fw
|Beta Code=e)gglu/fw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[carve]], ζῷα ἐν λίθοισι <span class="bibl">Hdt.2.4</span>; <b class="b3">ζῷα ἐγγεγλυμμένα</b> ib.<span class="bibl">124</span>; <b class="b3">αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι</b> ib.<span class="bibl">138</span>; λίθος εἰκόνα -γεγλυμμένος <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.2.3</span>; [[hollow out]], ([[γογγύλην]]) Dsc.2.110, al.:—Pass., <b class="b3">ὀστοῦ-γλυφέντος</b> [[having a groove]], Gal.2.255.</span>
|Definition=[[carve]], ζῷα ἐν λίθοισι [[Herodotus|Hdt.]]2.4; <b class="b3">ζῷα ἐγγεγλυμμένα</b> ib.124; <b class="b3">αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι</b> ib.138; λίθος εἰκόνα -γεγλυμμένος J.''AJ''19.2.3; [[hollow out]], ([[γογγύλην]]) Dsc.2.110, al.:—Pass., <b class="b3">ὀστοῦ-γλυφέντος</b> [[having a groove]], Gal.2.255.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. en inscr. ἐνγ-<br /><b class="num">1</b> [[esculpir]], [[grabar]] ζῷα ἐν λίθοισι Hdt.2.4, cf. <i>Corinth</i>.8(1).89.2 (imper.), τὴν εἰκόνα τὴν [[ἑαυτοῦ]] ... ἐκείνῃ (σφραγῖδι) D.C.51.3.6, en v. pas. αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138, ζῴων ἐγγεγλυμμένων Hdt.2.124, παρὰ ταῖς πανοπλίαις πλοῖα [[LXX]] 1<i>Ma</i>.13.29, τὰ ῥήματά μου ... ἐν γραφείῳ σιδηρῷ [[LXX]] <i>Ib</i>.19.24, ([[δακτύλιον]]) ἐγγεγλυμμένην ἔχοντα τὴν Μιθριδάτου εἰκόνα Posidon.253.54, cf. Ael.<i>NA</i> 10.15, ἡ τοῦ δηλουμένου ἱεροῦ ... [[ἀσυλία]] <i>IFayoum</i> 116.34, 117.32 (ambas I a.C.), καθ' ἑκάτερον τῶν λίθων ἓξ ὀνόματα Ph.2.153, cf. Str.2.3.4, <i>Poliorc</i>.252.15, ὁ [[ἄνθρωπος]] ... τοῖς ἱεροῖς Clem.Al.<i>Strom</i>.5.7.42, ἐν δὲ τοῖς ὀρθοῖς κανονίοις ... σωλῆνες Hero <i>Spir</i>.1.5, c. ac. λίθος δὲ εἰκόνα Γαΐου ἐγγεγλυμμένος piedra esculpida con la imagen de Gayo</i> I.<i>AI</i> 19.185, λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω [[Ἑκάτη]] τριπρόσωπος <i>PMag</i>.4.2879<br /><b class="num"></b>fig. [[grabar]] ἐγγλύψαι τῷ νῷ πάθος Nil.M.79.449D.<br /><b class="num">2</b> [[excavar]], [[vaciar]], [[ahuecar]] τὴν ῥίζαν (γογγύλης) Dsc.2.110, en v. pas. κυκλαμίνου ῥίζα ἐγγλυφεῖσα Dsc.<i>Eup</i>.1.170.2, 171.2<br /><b class="num"></b>[[hacer ranuras o hendiduras]] ἐγγεγλύφθωσαν δὲ δι' ὅλου ... τοῦ ξύλου ἐπιμήκεις τινὲς οἷον τάφροι Paul.Aeg.6.118.4, cf. 7, en anat. ref. las prominencias de ciertos huesos donde se insertan los músculos y tendones ἡ φύσις ... ἐγγλύψασα μὲν τοῦ πρώτου σφονδύλου τὸ ταύτῃ μέρος Gal.4.24, cf. 3.843, en v. pas. Gal.2.255.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0701.png Seite 701]] einschneiden, eingraben, in Stein, Holz u. dgl.; Her. ζῷα ἐν λίθοις 2, 4, u. öfter im pass., ἐγγέγλυμμαι 2, 106. 148; Plat. Eryx. 400 b; auch Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0701.png Seite 701]] einschneiden, eingraben, in Stein, Holz u. dgl.; Her. ζῷα ἐν λίθοις 2, 4, u. öfter im pass., ἐγγέγλυμμαι 2, 106. 148; Plat. Eryx. 400 b; auch Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἐγγλύφω''': ῠ: μέλλ. -ψω, χαράττω, ἐγχαράττω, «[[σκαλίζω]]», ζῷα ἐν λίθισοι Ἡρόδ. 2. 4· ζῷα ἐγγεγλυμμένα [[αὐτόθι]] 124· αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι αὐτόθ. 138.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=graver sur : αἱμασίη ἐγγεγλυμμένη τύποισι HDT mur de pierres sèches couvert de figures gravées.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γλύφω]].
|btext=graver sur : αἱμασίη ἐγγεγλυμμένη τύποισι HDT mur de pierres sèches couvert de figures gravées.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γλύφω]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. en inscr. ἐνγ-<br /><b class="num">1</b> [[esculpir]], [[grabar]] ζῷα ἐν λίθοισι Hdt.2.4, cf. <i>Corinth</i>.8(1).89.2 (imper.), τὴν εἰκόνα τὴν [[ἑαυτοῦ]] ... ἐκείνῃ (σφραγῖδι) D.C.51.3.6, en v. pas. αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138, ζῴων ἐγγεγλυμμένων Hdt.2.124, παρὰ ταῖς πανοπλίαις πλοῖα [[LXX]] 1<i>Ma</i>.13.29, τὰ ῥήματά μου ... ἐν γραφείῳ σιδηρῷ [[LXX]] <i>Ib</i>.19.24, ([[δακτύλιον]]) ἐγγεγλυμμένην ἔχοντα τὴν Μιθριδάτου εἰκόνα Posidon.253.54, cf. Ael.<i>NA</i> 10.15, ἡ τοῦ δηλουμένου ἱεροῦ ... [[ἀσυλία]] <i>IFayoum</i> 116.34, 117.32 (ambas I a.C.), καθ' ἑκάτερον τῶν λίθων ἓξ ὀνόματα Ph.2.153, cf. Str.2.3.4, <i>Poliorc</i>.252.15, ὁ [[ἄνθρωπος]] ... τοῖς ἱεροῖς Clem.Al.<i>Strom</i>.5.7.42, ἐν δὲ τοῖς ὀρθοῖς κανονίοις ... σωλῆνες Hero <i>Spir</i>.1.5, c. ac. λίθος δὲ εἰκόνα Γαΐου ἐγγεγλυμμένος piedra esculpida con la imagen de Gayo</i> I.<i>AI</i> 19.185, λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω [[Ἑκάτη]] τριπρόσωπος <i>PMag</i>.4.2879<br /><b class="num"></b>fig. [[grabar]] ἐγγλύψαι τῷ νῷ πάθος Nil.M.79.449D.<br /><b class="num">2</b> [[excavar]], [[vaciar]], [[ahuecar]] τὴν ῥίζαν (γογγύλης) Dsc.2.110, en v. pas. κυκλαμίνου ῥίζα ἐγγλυφεῖσα Dsc.<i>Eup</i>.1.170.2, 171.2<br /><b class="num">•</b>[[hacer ranuras o hendiduras]] ἐγγεγλύφθωσαν δὲ δι' ὅλου ... τοῦ ξύλου ἐπιμήκεις τινὲς οἷον τάφροι Paul.Aeg.6.118.4, cf. 7, en anat. ref. las prominencias de ciertos huesos donde se insertan los músculos y tendones ἡ φύσις ... ἐγγλύψασα μὲν τοῦ πρώτου σφονδύλου τὸ ταύτῃ μέρος Gal.4.24, cf. 3.843, en v. pas. Gal.2.255.
|elrutext='''ἐγγλύφω:''' (ῠ)<br /><b class="num">1</b> [[вырезать]], [[высекать]] (ζῷα ἐν λίθοισι Her.);<br /><b class="num">2</b> [[покрывать резными изображениями]] (αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Her.; λίθοι ἐγγεγλυμμένοι Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐγγλύφω''': ῠ: μέλλ. -ψω, χαράττω, ἐγχαράττω, «[[σκαλίζω]]», ζῷα ἐν λίθισοι Ἡρόδ. 2. 4· ζῷα ἐγγεγλυμμένα [[αὐτόθι]] 124· αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι αὐτόθ. 138.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγγλύφω:''' [ῠ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[χαράζω]], [[σκαλίζω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐγγλύφω:''' [ῠ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[χαράζω]], [[σκαλίζω]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγγλύφω:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[вырезать]], [[высекать]] (ζῷα ἐν λίθοισι Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[покрывать резными изображениями]] (αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Her.; λίθοι ἐγγεγλυμμένοι Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to cut in, [[carve]], Hdt.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to cut in, [[carve]], Hdt.
}}
{{elmes
|esmgtx=[[grabar]] una imagen de Hécate en una piedra λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τριπρόσωπος <b class="b3">toma una piedra de magnetita, en la que ha de quedar grabada una Hécate de tres caras</b> P IV 2879
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγλῠφω Medium diacritics: ἐγγλύφω Low diacritics: εγγλύφω Capitals: ΕΓΓΛΥΦΩ
Transliteration A: englýphō Transliteration B: englyphō Transliteration C: egglyfo Beta Code: e)gglu/fw

English (LSJ)

carve, ζῷα ἐν λίθοισι Hdt.2.4; ζῷα ἐγγεγλυμμένα ib.124; αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι ib.138; λίθος εἰκόνα -γεγλυμμένος J.AJ19.2.3; hollow out, (γογγύλην) Dsc.2.110, al.:—Pass., ὀστοῦ-γλυφέντος having a groove, Gal.2.255.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. en inscr. ἐνγ-
1 esculpir, grabar ζῷα ἐν λίθοισι Hdt.2.4, cf. Corinth.8(1).89.2 (imper.), τὴν εἰκόνα τὴν ἑαυτοῦ ... ἐκείνῃ (σφραγῖδι) D.C.51.3.6, en v. pas. αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138, ζῴων ἐγγεγλυμμένων Hdt.2.124, παρὰ ταῖς πανοπλίαις πλοῖα LXX 1Ma.13.29, τὰ ῥήματά μου ... ἐν γραφείῳ σιδηρῷ LXX Ib.19.24, (δακτύλιον) ἐγγεγλυμμένην ἔχοντα τὴν Μιθριδάτου εἰκόνα Posidon.253.54, cf. Ael.NA 10.15, ἡ τοῦ δηλουμένου ἱεροῦ ... ἀσυλία IFayoum 116.34, 117.32 (ambas I a.C.), καθ' ἑκάτερον τῶν λίθων ἓξ ὀνόματα Ph.2.153, cf. Str.2.3.4, Poliorc.252.15, ὁ ἄνθρωπος ... τοῖς ἱεροῖς Clem.Al.Strom.5.7.42, ἐν δὲ τοῖς ὀρθοῖς κανονίοις ... σωλῆνες Hero Spir.1.5, c. ac. λίθος δὲ εἰκόνα Γαΐου ἐγγεγλυμμένος piedra esculpida con la imagen de Gayo I.AI 19.185, λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τριπρόσωπος PMag.4.2879
fig. grabar ἐγγλύψαι τῷ νῷ πάθος Nil.M.79.449D.
2 excavar, vaciar, ahuecar τὴν ῥίζαν (γογγύλης) Dsc.2.110, en v. pas. κυκλαμίνου ῥίζα ἐγγλυφεῖσα Dsc.Eup.1.170.2, 171.2
hacer ranuras o hendiduras ἐγγεγλύφθωσαν δὲ δι' ὅλου ... τοῦ ξύλου ἐπιμήκεις τινὲς οἷον τάφροι Paul.Aeg.6.118.4, cf. 7, en anat. ref. las prominencias de ciertos huesos donde se insertan los músculos y tendones ἡ φύσις ... ἐγγλύψασα μὲν τοῦ πρώτου σφονδύλου τὸ ταύτῃ μέρος Gal.4.24, cf. 3.843, en v. pas. Gal.2.255.

German (Pape)

[Seite 701] einschneiden, eingraben, in Stein, Holz u. dgl.; Her. ζῷα ἐν λίθοις 2, 4, u. öfter im pass., ἐγγέγλυμμαι 2, 106. 148; Plat. Eryx. 400 b; auch Sp.

French (Bailly abrégé)

graver sur : αἱμασίη ἐγγεγλυμμένη τύποισι HDT mur de pierres sèches couvert de figures gravées.
Étymologie: ἐν, γλύφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγγλύφω: (ῠ)
1 вырезать, высекать (ζῷα ἐν λίθοισι Her.);
2 покрывать резными изображениями (αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Her.; λίθοι ἐγγεγλυμμένοι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγλύφω: ῠ: μέλλ. -ψω, χαράττω, ἐγχαράττω, «σκαλίζω», ζῷα ἐν λίθισοι Ἡρόδ. 2. 4· ζῷα ἐγγεγλυμμένα αὐτόθι 124· αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι αὐτόθ. 138.

Greek Monolingual

(AM ἐγγλύφω)
1. χαράζω, σκαλίζω
2. κοιλαίνω
αρχ.
παθ. έχω αυλάκια.

Greek Monotonic

ἐγγλύφω: [ῠ], μέλ. -ψω, χαράζω, σκαλίζω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. ψω
to cut in, carve, Hdt.

Léxico de magia

grabar una imagen de Hécate en una piedra λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τριπρόσωπος toma una piedra de magnetita, en la que ha de quedar grabada una Hécate de tres caras P IV 2879