ναυσιπέρατος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nafsiperatos
|Transliteration C=nafsiperatos
|Beta Code=nausipe/ratos
|Beta Code=nausipe/ratos
|Definition=Ion. [[νηυσιπέρητος]], ον, [[navigable]], Hdt.1.189,193,5.52, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''351a18, D.H.3.44.
|Definition=Ion. [[νηυσιπέρητος]], ον, [[navigable]], [[Herodotus|Hdt.]]1.189,193,5.52, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''351a18, D.H.3.44.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσιπέρᾱτος Medium diacritics: ναυσιπέρατος Low diacritics: ναυσιπέρατος Capitals: ΝΑΥΣΙΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: nausipératos Transliteration B: nausiperatos Transliteration C: nafsiperatos Beta Code: nausipe/ratos

English (LSJ)

Ion. νηυσιπέρητος, ον, navigable, Hdt.1.189,193,5.52, Arist.Mete.351a18, D.H.3.44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traversé par des navires.
Étymologie: ναῦς, περατός.

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐπέρᾱτος: ион. νηυσιπέρητος 2 удобопроходимый для кораблей, судоходный (ποταμός Her., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυσῐπέρᾱτος: Ἰων. νηυσιπέρητος, ον, = ναυσίπορος, πλωτός, ἢ (ἴσως) διαβατὸς διὰ πορθμείου, Ἡρόδ. 1. 189, 193., 5, 52, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28, Διον. Ἁλ. 3. 44. ― Νεώτεροί τινες ἐκδόται γράφουσι διῃρημένως, ναυσὶ περατός, νηυσὶ περητός.

Greek Monolingual

ναυσιπέρατος και ιων. τ. νηυσιπέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διέλθει με πλοίο, ο διαβατός με πλοίο, πλωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + περατός (< περάω «περνώ»)].

Greek Monotonic

ναυσῐπέρᾱτος: Ιων. νηυσι-πέρητος, -ον = ναυσίπορος, πλωτός ή (πιθ.) διαβατός μέσω στενού περάσματος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ναυσῐ-πέρᾱτος, Ionic νηυσιπέρητος, ον = ναυσίπορος
navigable or (perhaps) to be crossed by a ferry, Hdt.