σανδαράκινος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sandarakinos
|Transliteration C=sandarakinos
|Beta Code=sandara/kinos
|Beta Code=sandara/kinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of orange colour</b>, <span class="bibl">Hdt.1.98</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.23</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.14</span>:—also σανδᾰρᾰχώδης, ες, Ruf.<span class="title">Fr.</span>67.4, Gal.17(1).834.</span>
|Definition=η, ον, [[of orange colour]], [[Herodotus|Hdt.]]1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also [[σανδαραχώδης]], ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0861.png Seite 861]] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0861.png Seite 861]] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[d'un rouge arsenic]].<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]].
}}
{{elnl
|elnltext=σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.
}}
{{elru
|elrutext='''σανδᾰράκῐνος:''' (ρᾰ) оранжево-красный Her.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σανδαράκης, [[πορτοκαλής]], [[πορτοκαλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σανδαράκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[ξύλινος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σανδᾰράκῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί [[απόχρωση]], [[πορτοκαλής]], [[ξανθοκόκκινος]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σανδᾰράκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - [[ὡσαύτως]] σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.
|lstext='''σανδᾰράκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - [[ὡσαύτως]] σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σανδᾰράκῐνος, η, ον [from σᾰνδᾰράκη]<br />of [[orange]] [[colour]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδᾰράκῐνος Medium diacritics: σανδαράκινος Low diacritics: σανδαράκινος Capitals: ΣΑΝΔΑΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: sandarákinos Transliteration B: sandarakinos Transliteration C: sandarakinos Beta Code: sandara/kinos

English (LSJ)

η, ον, of orange colour, Hdt.1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also σανδαραχώδης, ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.

German (Pape)

[Seite 861] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un rouge arsenic.
Étymologie: σανδαράκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰράκῐνος: (ρᾰ) оранжево-красный Her.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
αυτός που έχει το χρώμα της σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].

Greek Monotonic

σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί απόχρωση, πορτοκαλής, ξανθοκόκκινος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων χρῶμα σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - ὡσαύτως σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.

Middle Liddell

σανδᾰράκῐνος, η, ον [from σᾰνδᾰράκη]
of orange colour, Hdt.